Παρότι οι τράπεζες κατόρθωσαν να βελτιώσουν αρκετά την κερδοφορία τους το 2018, δεν κατάφεραν να σταματήσουν την «αιμορραγία» κεφαλαίων, όπως προκύπτει από τα συγκεντρωτικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία τονίζει την αρνητική επίδραση που είχε η εφαρμογή, για πρώτη φορά, του νέου λογιστικού προτύπου 9, που, μεταξύ άλλων, επηρεάζει σοβαρά τη λογιστική μεταχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η μείωση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών πλησίασε τα 7,6 δισ. ευρώ, ως απόρροια κυρίως των αυξημένων προβλέψεων στο πλαίσιο της πρώτης εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9. Μεγάλη ήταν η μείωση του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (κεφάλαια πρώτης βαθμίδας, CET 1), ο οποίος έπεσε 1,7% χαμηλότερα, από το 17% στο 15,3%, χωρίς μάλιστα να έχει υπολογισθεί πλήρως η επίδραση του νέου λογιστικού προτύπου.
Οι τράπεζες πέτυχαν, το 2018, να επανέλθουν σε κερδοφορία προ φόρων, αλλά είχαν και πάλι ζημιές μετά τους φόρους, λόγω της επίδρασης της διακοπής δραστηριοτήτων, κυρίως στο εξωτερικό.
«Το 2018 οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρουσίασαν μεικτές τάσεις. Παρατηρήθηκε μείωση της λειτουργικής κερδοφορίας, αλλά κατεγράφη οριακή αύξησή της πριν από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες», σημειώνει η ΤτΕ και προσθέτει:
«Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 13,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα έσοδα από τόκους μειώθηκαν ταχύτερα από τα έξοδα για τόκους, με συνέπεια την μείωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, επηρεαζόμενα και από την επίδραση της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9).
Τα καθαρά έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες ενισχύθηκαν κατά 27% σε ετήσια βάση, ενώ τα λειτουργικά έξοδα σημείωσαν οριακή μείωση.
Σημαντική εξέλιξη αποτελεί επίσης η αποκλιμάκωση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου το 2018, η οποία αντανακλά την πρόοδο που έχει συντελεστεί στη διαχείριση των ΜΕΔ και τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Επισημαίνεται όμως ότι οι εν λόγω προβλέψεις παραμένουν στο 2% της καθαρής αξίας δανείων των τραπεζών. Συγκεκριμένα, οι τράπεζες σχημάτισαν μειωμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο (κατά 32,9% σε σχέση με το 2017).
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων, έναντι σημαντικών ζημιών τα προηγούμενα έτη, και οι δείκτες αποδοτικότητας του ενεργητικού (ROA) και των ιδίων κεφαλαίων (ROE) των τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν.
Εντούτοις, για ακόμη μία χρονιά, οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν με ζημίες από διακοπτόμενες δραστηριότητες και παρά τη θετική επίδραση της φορολογίας, κατέγραψαν ζημίες μετά από φόρους ύψους 81 εκατ. ευρώ, οι οποίες ήταν ωστόσο σημαντικά μειωμένες έναντι του 2017.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το 2018 εξαιτίας της σταδιακής εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9 και της καταγραφής ζημιών μετά από φόρους, παραμένοντας, ωστόσο, σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησε στο 16,0% το Δεκέμβριο του 2018 από 17,0% το Δεκέμβριο του 2017. Μεγαλύτερη ωστόσο υποχώρηση εμφάνισε ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε 15,3% το Δεκέμβριο του 2018, από 17,0% το Δεκέμβριο του 2017, χωρίς να είναι υπολογισμένος σε πλήρη εφαρμογή (fully loaded) της επίδρασης υιοθέτησης του ΔΠΧΑ 9».
Πρόσβαση στην αγορά
Σχετικά με τη δυνατότητα των τραπεζών να προσφύγουν στις κεφαλαιαγορές, η ΤτΕ επισημαίνει ότι «η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές είναι περιορισμένη. Οι τράπεζες ενδέχεται να προβούν σε έκδοση χρεογράφων Tier2 μειωμένης εξασφάλισης, όπως επίσης και καλυμμένων ομολόγων και τιτλοποιήσεων εντός του 2019 με εξασφαλίσεις δάνεια σε ΜΜΕ.
Όμως, η έκδοση ομολόγων χωρίς εξασφάλιση (senior unsecured bond issuance) με ικανοποιητικούς όρους δεν είναι εφικτή στο άμεσο χρονικό διάστημα και εκτιμάται ότι δεν θα πραγματοποιηθεί νωρίτερα από το 2020».