Κόπηκε η γενναία φοροαπαλλαγή που ίσχυσε(;) το 2024 και προέβλεπε τη μείωση του φόρου έως 3.200 ευρώ τον χρόνο και μέχρι 16.000 ευρώ για 5 χρόνια, για όσους πραγματοποιούν ανακαινίσεις κατοικιών ή και επαγγελματικών χώρων.
Το μέτρο που νομοθετήθηκε τον Δεκέμβριο του 2023 και από ότι φαίνεται ίσχυσε μόνο για ένα χρόνο, το 2024, καθότι η ισχύς του δεν ανανεώθηκε για το 2025 και για τα επόμενα χρόνια.
Όμως και για το 2024 που ίσχυσε, το υπουργείο Οικονομικών φρόντισε να το αποδυναμώσει ώστε να περιορίσει τους δικαιούχους της έκπτωσης φόρου.
Η απόφαση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποδίδεται η έκπτωση φόρου, αντί να εκδοθεί από τις αρχές του έτους (2024) ώστε να γνωρίζουν οι φορολογούμενοι τι να πράξουν, υπογράφηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2024 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 27 Δεκεμβρίου, μόλις τέσσερις μέρες πριν τη λήξη του φορολογικού έτους.
Το μέτρο προέβλεπε ότι, οι δαπάνες που θα πραγματοποιήσουν από την 1η-1-2024 και μετά οι ιδιοκτήτες κατοικιών και λοιπών κτιρίων για να εξοφλήσουν έξοδα αγοράς αγαθών και αμοιβές παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση των ακινήτων τους, θα μειώνουν σε ποσοστό 100% του ύψους τους, το φόρο εισοδήματός τους.
Για τη μείωση του φόρου οι δαπάνες αγοράς υλικών που θα λαμβάνονται υπόψη δεν θα μπορούν να υπερβούν το 1/3 της δαπάνης εκτέλεσης εργασιών που αναγνωρίζεται.
Το ανώτατο όριο έκπτωσης των 16.000 ευρώ, θα επιμεριστεί σε μια πενταετία και κάθε χρόνο θα μειώνεται ο φόρος εισοδήματος κατά 3.200 ευρώ και μέχρι να συμπληρωθεί το ανώτατο όριο των 16.000 ευρώ, σε 5 χρόνια, ή αν το κόστος της ανακαίνισης είναι χαμηλότερο, η μείωση του φόρου επιμερίζεται ανάλογα.
Ποιοι κόβονται
Η απόφαση όμως περιείχε και εκπλήξεις, οι οποίες κόβουν αρκετούς φορολογούμενους που προέβησαν σε ανακαινίσεις κατοικιών ή γραφείων, υπολογίζοντας στη… χορηγία της ΑΑΔΕ, μέσω της έκπτωσης φόρου.
Ειδικότερα οι «κόφτες» της κοινής απόφασης του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, του υφυπουργού, Χρίστου Δήμα και του ΥΠΕΝ, Θόδ. Σκυλακάκη είναι οι ακόλουθοι:
- Οι δαπάνες για την αγορά αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων, μειώνουν ισόποσα κατανεμημένες σε περίοδο πέντε ετών, τον φόρο εισοδήματος των φυσικών προσώπων, μέχρι του αναλογούντος φόρου για κάθε φορολογικό έτος. «Φόρος που αναλογεί είναι ο φόρος που προκύπτει όταν από τον φόρο κλίμακας εισοδήματος αφαιρεθούν οι προβλεπόμενες από τον νόμο μειώσεις, όπως προκύπτει από την Πράξη Διοικητικού/Διορθωτικού Προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος». Δηλαδή, αν το ποσό της μείωσης που δικαιούται ο φορολογούμενος για το οικείο φορολογικό έτος είναι μεγαλύτερο από τον φόρο που αναλογεί, το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται, δεν συμψηφίζεται με άλλη φορολογική υποχρέωση, δεν μεταφέρεται και δεν εκπίπτει σε επόμενο φορολογικό έτος, δεν μεταφέρεται προς έκπτωση στον άλλο σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης.
- Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ανώτατο συνολικό όριο εκπιπτόμενης δαπάνης και η έκπτωση του φόρου εισοδήματος περιορίζονται με βάση το ποσοστό πλήρους κυριότητας του κάθε φυσικού προσώπου που πραγματοποίησε τη δαπάνη. Δηλαδή αν το ακίνητο έχει συνιδιοκτήτες τους συζύγους έπρεπε να εκδοθούν ξεχωριστά φορολογικά στοιχεία στο όνομα καθενός από τους δύο συζύγους για να κερδίσουν τη μέγιστη δυνατή έκπτωση και όχι να εκδοθεί η απόδειξη στον ένα εκ των δύο συζύγων.
- Σε περίπτωση που το φυσικό πρόσωπο που πραγματοποίησε τη δαπάνη έχει δικαίωμα επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας στο κτίριο, το ανώτατο συνολικό όριο δαπάνης και η μείωση του φόρου εισοδήματος περιορίζονται ανάλογα με την αξία του δικαιώματος επί της συνολικής αξίας (αντικειμενικής) του ακινήτου. Δηλαδή για να κερδίσουν το μέγιστο της έκπτωσης που δικαιούνται τόσο ο επικαρπωτής όσο και ο ψιλός κύριος του ακινήτου, εφόσον πραγματοποίησαν και οι δύο τις δαπάνες θα έπρεπε να είχαν ζητήσει τα φορολογικά στοιχεία να είχαν εκδοθεί ξεχωριστά στο όνομα του καθενός, με τις δαπάνες αναλογικά σε κάθε έναν.