Σε σοβαρή εμπλοκή οδηγείται η διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση, καθώς ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε, μιλώντας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, παράλογες τις απαιτήσεις των δανειστών, ενώ κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο περιθώριο της συνεδρίασης της Κ.Ε., άφησε να εννοηθεί ότι δεν μπορεί να ξεπερασθεί το αδιέξοδο χωρίς παρέμβαση της καγκελαρίου Μέρκελ.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν είναι αισιόδοξος ότι θα κλείσει η αξιολόγηση, ο κορυφαίος κυβερνητικός παράγοντας προέβλεψε ότι η αξιολόγηση θα κλείσει με... άνωθεν παρέμβαση από το Βερολίνο και όχι μέσα από την οδό της τεχνικής διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς και τους υπουργούς Οικονομικών: «Θέλει η Άνγκελα Μέρκελ να πάει στις γερμανικές εκλογές με το ελληνικό ζήτημα ανοιχτό; Δεν θέλει. Κάποια στιγμή θα παρέμβει», είπε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος τόνισε ότι το ΔΝΤ θα πρέπει να αναθεωρήσει τις δυσμενείς εκτιμήσεις του για την ελληνική οικονομία, οι οποίες βρίσκονται πίσω από τις παράλογες, όπως τις χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός, απαιτήσεις για προκαταβολική νομοθέτηση μέτρων. Περιγράφοντας τις συνθήκες που διαμορφώνονται στη διαπραγμάτευση μετά τη χθεσινή συνάντηση των Βρυξελλών, ο ίδιος παράγοντας τόνισε ότι υπάρχει πρόοδος στις συζητήσεις, αλλά δεν υπάρχει ακόμη θέμα επιστροφής των κλιμακίων των Θεσμών.
Στην ομιλία του στην Κ.Ε., νωρίτερα, ο πρωθυπουργός κάλεσε ευθέως την Α. Μέρκελ να «μαζέψει» τον Β. Σόιμπλε. «Η ίδια τους η κυβέρνηση δε θα αφήσει τους πυρομανείς να παίζουν με τα σπίρτα σε μία αποθήκη με πυρομαχικά», τόνισε, και πρόσθεσε: «Παρακαλώ θερμά την καγκελάριο να αποθαρρύνει τον υπουργό Οικονομικών της από τη διαρκή επιθετικότητα κατά της Ελλάδας και τις αναφορές τις υποτιμητικές τύπου ότι η Ελλάδα ζει πάνω από τις δυνατότητες της. Δεν ξέρω εάν αυτοί οι αφορισμοί συγκινούν τους Γερμανούς ακροδεξιούς και βοηθάνε τη συγκρότηση των διαρροών προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία. Αλλά η προεκλογική περίοδο σε μία χώρα δεν μπορεί να κρίνει την τύχη μίας άλλης χώρας».
Βαρύ κλίμα
Το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται μετά την υποβολή της κοινής πρότασης Ευρωπαίων-ΔΝΤ, που είχε χαρακτήρα τελεσιγράφου, είναι πολύ βαρύ. Κοινή αντίληψη των κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που μετείχαν στις εργασίες της Κεντρικής Επιτροπής, είναι ότι οι δανειστές έλυσαν τις μεταξύ τους διαφορές, μεταφέροντας όλα τα βάρη στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την επικρατούσα εκτίμηση, έτσι όπως μορφοποιήθηκε η πρόταση των δανειστών, ενέχει μόνο κινδύνους για την ελληνική πλευρά, η οποία καλείται να δηλώσει προκαταβολικά την ετοιμότητά της να νομοθετήσει το «πακέτο» των 3,6 δισ. ευρώ μόνο ως προαπαιτούμενο για να επανέλθουν οι εκπρόσωποι των Θεσμών στην Αθήνα, όπου θα εγείρουν, όπως αναμένεται, και άλλες αξιώσεις.
Όλα αυτά, σύμφωνα με κυβερνητικές και κομματικές πηγές, χωρίς να γίνονται ορατές οποιεσδήποτε δεσμεύσεις από την πλευρά των πιστωτών για ανταλλάγματα σε σχέση με βασικούς στόχους της ελληνικής πλευράς, όπως είναι η μείωση του δημοσιονομικού στόχου, για να χαλαρώσει η λιτότητα, και η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική πλευρά, όσο και αν επιθυμεί να λήξει η «τοξική» εκκρεμότητα με την αξιολόγηση δυσκολεύεται να διακρίνει στις προτάσεις των δανειστών οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδοχή τους. Έτσι, αναμένεται ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε νέα συνάντηση που θα έχει με τον Γερούν Ντάισελμπλουμ και τους υψηλόβαθμους εκπροσώπους των Θεσμών πριν από το Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, θα υποβάλει απλώς ελληνικές αντιπροτάσεις, αφήνοντας το θέμα να συζητηθεί στο επίπεδο των υπουργών, χωρίς να επιστρέψουν στην Αθήνα οι επικεφαλής των Θεσμών για νέα τεχνική διαπραγμάτευση.
Αυτό σημαίνει ότι η αξιολόγηση πιθανόν να οδηγηθεί σε οριακό σημείο: φαίνεται, πλέον, ότι η προθεσμία της 20ης Φεβρουαρίου χάνεται και θα μείνουν περίπου 20 ημέρες για να επαναληφθούν οι διαβουλεύσεις με τους Θεσμούς και να κλείσει η αξιολόγηση σε κάποια έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup, πριν τις ολλανδικές εκλογές. Για να αλλάξει, όμως, ρότα η διαπραγμάτευση, η κυβέρνηση θεωρεί πλέον αναγκαία την πολιτική παρέμβαση της Γερμανίδας καγκελαρίου, η οποία ως τώρα έχει επιμείνει να απέχει από κάθε συζήτηση για το ελληνικό ζήτημα, παραπέμποντας τους συνομιλητές της στον Β. Σόιμπλε και τους Θεσμούς.