Οι Έλληνες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όπως φαίνεται από στοιχεία που παραθέτει η Κομισιόν στην ετήσια έκθεση για το κράτος δικαίου. Εξαιρετικά ανησυχητικό είναι ότι το γεγονός ότι η εμπιστοσύνη των υποχωρεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, καθώς από το ποσοστό έπεσε από 55% το 2021 σε μόλις 38% το 2025. Δηλαδή περισσότεροι από 6 στους 10 πολίτες δηλώνουν ότι δεν θεωρούν επαρκώς ανεξάρτητη τη δικαιοσύνη.
Όπως σημειώνει η Κομισιόν, το επίπεδο της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι πλέον χαμηλό για το ευρύ κοινό και εξακολουθεί να είναι μέτριο για τις εταιρείες:
- Συνολικά, το 38% του γενικού πληθυσμού και το 49% των επιχειρήσεων θεωρούν το επίπεδο ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών «αρκετά ή πολύ καλό» το 2025.
- Η αντίληψη του ευρέος κοινού όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης έχει σημειώσει ελαφριά μείωση σε σύγκριση με το 2024 (40%) ενώ έχει σημειώσει σημαντική μείωση σε σύγκριση με το 2021 (55%).
- Η αντίληψη του ευρέος κοινού όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης στις επιχειρήσεις έχει βελτιωθεί ελαφρά σε σχέση με το 2024 (48%), αλλά είναι σε χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι το 2021 (60%).
Η έκθεση δεν δίνει αναλυτικές εξηγήσεις για αυτό φαινόμενο, αλλά σημειώνει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη στον τομέα της δικαιοσύνης θεωρούν ότι η αντίληψη του κοινού επηρεάζεται από διάφορες υποθέσεις υψηλής προβολής και συμφωνούν ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα και τη βελτίωση της αντίληψης.
Ο διορισμός των ανώτατων δικαστών από την κυβέρνηση
Διαχρονικά, ένα βασικό πρόβλημα που εντοπίζει η Κομισιόν σε σχέση με τη Δικαιοσύνη και την ανεξαρτησία της στην Ελλάδα είναι ότι η κυβέρνηση έχει την πλήρη ευθύνη των αποφάσεων για τους διορισμούς σε ανώτατες δικαστικές θέσεις.
Μια πρόσφατη μεταρρύθμιση, όπως σημειώνει σχετικά η Κομισιόν, επέτρεψε για πρώτη φορά τη συμμετοχή του δικαστικού σώματος στους διορισμούς στις ανώτατες δικαστικές θέσεις. Τον Μάιο του 2025, η διάταξη που προβλέπει τη συμμετοχή της διοικητικής ολομέλειας των τριών ανώτατων δικαστηρίων στη διαδικασία διορισμού των προέδρων και αντιπροέδρων τους, τροποποιήθηκε περαιτέρω μετά από πρόταση του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κυρίως όσον αφορά τη διαδικασία ψηφοφορίας.
Τον Ιούνιο του 2025, η διοικητική ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπέβαλε στην κυβέρνηση τη μη δεσμευτική γνωμοδότησή της για τον διορισμό του νέου προέδρου, των αντιπροέδρων και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Η μεταρρύθμιση αυτή χαιρετίστηκε από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών. Ωστόσο, τονίζει η Κομισιόν, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή του δικαστικού σώματος θα μπορούσε να ενισχυθεί περαιτέρω, για παράδειγμα, με τη θέσπιση της υποχρέωσης η επιλογή να γίνεται μόνο μεταξύ των επικρατέστερων υποψηφίων που προτείνονται από το δικαστικό σώμα.
Μια τέτοια περαιτέρω μεταρρύθμιση θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση, την οποία η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει ότι σκοπεύει να συμπεριλάβει στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, με στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στο δικαστικό σώμα.
Οι προτάσεις των δικαστών
Το δικαστικό σώμα προτείνει πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού. Τον Απρίλιο του 2025, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων υπέβαλε προτάσεις για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένης μιας πρότασης για περίοδο αναμονής μετά τη συνταξιοδότηση των δικαστών.
Σύμφωνα με τις ενώσεις δικαστών και τον Δικηγορικό Σύλλογο, μια τριετής περίοδος αναμονής, κατά την οποία οι δικαστές δεν θα μπορούν να κατέχουν δημόσιες θέσεις μετά τη συνταξιοδότησή τους, θα μπορούσε να επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία, επιτρέποντας στον δημόσιο τομέα να επωφεληθεί από την εμπειρία τους, ενώ παράλληλα θα απέτρεπε την αντίληψη αλληλεξάρτησης με την εκτελεστική εξουσία.
Ωστόσο, εκπρόσωποι του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας θεωρούν ότι οι υφιστάμενες εγγυήσεις ανεξαρτησίας και τα υψηλά δεοντολογικά πρότυπα καθιστούν περιττή μια τέτοια περίοδο αναμονής. Η κυβέρνηση εξετάζει ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα επιτρέπει στους δικαστές να αναλαμβάνουν δραστηριότητες μετά τη συνταξιοδότηση βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων.
Πειθαρχικές διαδικασίες
Η κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας κατά δικαστών για λόγους που συνδέονται με το περιεχόμενο των αποφάσεών τους έχει προκαλέσει συζητήσεις, τονίζει η Επιτροπή.
Τον Μάρτιο του 2025, προέκυψε διαμάχη όταν η πρόεδρος του Αρείου Πάγου έδωσε εντολή για διερεύνηση πειθαρχικής ευθύνης δικαστών λόγω της απόφασής τους να μην επιβάλουν δικονομικά μέτρα καταναγκασμού σε κατηγορούμενους σε εκκρεμή ποινική υπόθεση. Οι ενώσεις δικαστών και ο Δικηγορικός Σύλλογος αντέδρασαν, υπογραμμίζοντας ότι οι δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και με πιθανά σφάλματα, υπόκεινται μόνο σε ένδικα μέσα και όχι σε πειθαρχική δίωξη.
Ο Άρειος Πάγος αντέκρουσε την κριτική, επισημαίνοντας ότι η ελευθερία της γνώμης των δικαστών δεν σημαίνει πλήρη απουσία ελέγχου.