Ένα μέτρο που ισοδυναμεί με έμμεσο φόρο στην κερδοφορία των τραπεζών είναι πολύ πιθανό να επιβάλει το επόμενο διάστημα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες προσπαθούν με κάθε τρόπο να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, ώστε από το 2024 να επανέλθουν σε διανομή μερισμάτων ύστερα από μια δεκαπενταετία... ξηρασίας για τους μετόχους τους.
Σύμφωνα με το Bloomberg πολλά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ υποστηρίζουν πλέον ότι θα πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό των υποχρεωτικών αποθεματικών που τηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην ΕΚΤ, για τα οποία η ΕΚΤ δεν πληρώνει τόκους, ενώ πληρώνει με επιτόκιο 4% για τις καταθέσεις των τραπεζών. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των Deutsche Bank και ING, ενδέχεται να υποστούν μια ακόμη οπισθοδρόμηση στην επίπονη πορεία τους να κερδίσουν πίσω τους επενδυτές, αυτή τη φορά εξαιτίας της ΕΚΤ, τονίζει το Bloomberg.
Ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ θέλουν να αναγκάσουν τις τράπεζες να κρατήσουν περισσότερα χρήματα ως υποχρεωτικά αποθεματικά, κάτι που θα μπορούσε να συνεπάγεται απώλεια εσόδων για τις τράπεζες της ευρωζώνης ύψους 66 δισ. ευρώ τον χρόνο, στο πιο ακραίο σενάριο, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg News. Η Deutsche Bank και η ING θα είναι μεταξύ των τραπεζών που θα υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες από τέτοια απόφαση, σύμφωνα με εκτιμήσεις έρευνας της UBS Group AG.
Η κίνηση πιθανότατα θα επιδεινώσει τις εντάσεις μεταξύ της ΕΚΤ και των τραπεζών, οι οποίες διαμαρτύρονται για παρεμβατικές εποπτικές πρακτικές και για υπερβολικές κανονιστικές επιβαρύνσεις, την ώρα που προσπαθούν να κλείσουν το χάσμα αποτίμησης με τις αμερικανικές τράπεζες. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, επιβάλλονται ειδικοί τραπεζικοί φόροι από αρκετές κυβερνήσεις της ευρωζώνης. Η οικονομική διευθύντρια της Commerzbank AG, Μπετίνα Όρλοπ, χαρακτήρισε αυτή τη συζήτηση στην ΕΚΤ «τρελή».
Οι τράπεζες της ευρωζώνης είναι υποχρεωμένες να κρατούν ένα ποσοστό των καταθέσεών τους, με διάρκεια μέχρι 12 μηνών, ως υποχρεωτικά αποθεματικά στην κεντρική τράπεζα, για τα οποία πρόσφατα η ΕΚΤ αποφάσισε ότι δεν θα πληρώνει τόκους. Σήμερα το ποσοστό αυτό είναι 1%, όμως διατυπώνονται προτάσεις για την αύξησή του, ακόμη και στο 10% -αυτή ήταν η πρόταση του «σκληρού» κεντρικού τραπεζίτη της Αυστρίας. Με την αύξηση του ποσοστού των υποχρεωτικών αποθεματικών μεγαλύτερο μέρος τους θα μετακινηθεί από τον λογαριασμό καταθέσεων της κάθε τράπεζας στην ΕΚΤ, όπου το επιτόκιο είναι τώρα 4%, σε έναν άτοκο λογαριασμό. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των υποχρεωτικών αποθεματικών, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το πλήγμα στην κερδοφορία των τραπεζών.
Όσοι υποστηρίζουν την αύξηση των υποχρεωτικών αποθεματικών λένε ότι είναι αναγκαία για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι οι τράπεζες διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα πολύ μεγάλης κλίμακας από τα χρόνια της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και πρέπει να ληφθούν μέτρα για να μειωθεί αυτή η ρευστότητα, αλλιώς θα γίνει πιο δύσκολη η προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού. Ο δεύτερος είναι πιο... ιδιοτελής και αφορά τους ισολογισμούς των ίδιων των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος: με την αύξηση των επιτοκίων οι κεντρικές τράπεζες πληρώνουν τεράστια ποσά τόκων στις εμπορικές και αυτό έχει οδηγήσει τις περισσότερες σε ζημιές (η Τράπεζα της Ελλάδος δεν θα μοιράσει μέρισμα το 2024 για πρώτη φορά ύστερα από δεκαετίες, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο).
Παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχει ακόμη μια ισχυρή πλειοψηφία κεντρικών τραπεζιτών που να υποστηρίζουν την αύξηση των υποχρεωτικών αποθεματικών, γι' αυτό και αναμένονται «μάχες» στο συμβούλιο της ΕΚΤ. Ο Γιάννης Στουρνάρας συγκαταλέγεται στην ομάδα των κεντρικών τραπεζιτών που λένε με σαφήνεια «όχι» στην επιβολή του μέτρου αυτού. Όπως τόνισε στο Reuters πρόσφατα,
- «Πιστεύω ότι πρέπει να ενεργούμε μόνο βάσει λόγων και αιτιολογήσεων νομισματικής πολιτικής. Και προς το παρόν δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο θα πρέπει να σφίξουμε τη νομισματική πολιτική τώρα, διότι η αύξηση των ελάχιστων απαιτήσεων θα συνεπάγεται σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Δεν βλέπω κανένα λόγο γι' αυτό. Ωστόσο, υπάρχουν αποφάσεις που θα επηρεάσουν την οικονομία με χρονική υστέρηση, όπως γνωρίζετε, οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής δρουν με καθυστέρηση 18 μηνών ή δύο ετών στην πραγματική οικονομία, στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Έτσι, έχουμε έναν αγωγό σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής που έχει αποφασιστεί στο παρελθόν. Επομένως, δεν βλέπω πραγματικά κανένα λόγο για τον οποίο θα πρέπει να λάβουμε μια νέα απόφαση η οποία θα καταστήσει ακόμη πιο αυστηρή τη νομισματική πολιτική ενόψει μιας αδύναμης ευρωπαϊκής οικονομίας ειδικότερα».
Η Morgan Stanley δημοσίευσε πρόσφατα ένα σενάριο για το πιθανό κόστος που θα έχει στις ελληνικές τράπεζες και στην κερδοφορία τους η ενδεχόμενη αύξηση των ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών από το σημερινό 1% σε 3%-4%. Όπως εκτιμά, ο αντίκτυπος μιας πιθανής αύξησης των υποχρεωτικών αποθεματικών στο 4% θα είναι αρνητικός στα κέρδη των ελληνικών τραπεζών το 2024 της τάξεως του 4% - 6% και το 2025 κατά 3% - 4%.