Το Ιράν εξέφρασε την ετοιμότητά του για διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, απορρίπτοντας όμως την πολιτική «μέγιστης πίεσης» που επανέφερε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών, Αμπάς Αραγτσί, δήλωσε ότι η άρση των κυρώσεων απαιτεί διαπραγματεύσεις, αλλά όχι υπό καθεστώς «μέγιστης πίεσης», καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση. Τόνισε επίσης ότι το Ιράν δεν επιθυμεί συνομιλίες με μια χώρα που επιβάλλει ταυτόχρονα νέες κυρώσεις.
Αυτές οι δηλώσεις έρχονται ως απάντηση στις πρόσφατες ανακοινώσεις του προέδρου Τραμπ, ο οποίος επανέλαβε την πρόθεσή του να ασκήσει «μέγιστη πίεση» στην Τεχεράνη, στοχεύοντας κυρίως το πυρηνικό της πρόγραμμα. Η πολιτική αυτή περιλαμβάνει την επιβολή νέων κυρώσεων, με στόχο τη μείωση των πετρελαϊκών εξαγωγών του Ιράν στο μηδέν, προκειμένου να εμποδιστεί η απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Τεχεράνη.
Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, δήλωσε ότι οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ δεν είναι ούτε έξυπνες, ούτε σοφές, ούτε έντιμες, και δεν θα λύσουν τα προβλήματα της χώρας. Η εμπειρία, σύμφωνα με τον Χαμενεΐ, έχει αποδείξει ότι η διαπραγμάτευση με την Αμερική δεν είναι επωφελής.
Η επαναφορά της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» από τον πρόεδρο Τραμπ, η οποία είχε εφαρμοστεί και κατά την πρώτη του θητεία, έχει οδηγήσει σε έντονες αντιδράσεις από την ιρανική πλευρά. Ο Αραγτσί υπογράμμισε ότι η εξωτερική πολιτική του Ιράν καθοδηγείται από την αξιοπρέπεια, τη σοφία και το συμφέρον, και εκτίμησε ότι η πολιτική αυτή θα αποτύχει, όπως συνέβη και στο παρελθόν.
Το 2018, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και επέβαλε εκ νέου κυρώσεις που επηρέασαν σοβαρά την ιρανική οικονομία. Αυτές οι ενέργειες οδήγησαν την Τεχεράνη να παραβιάσει τους περιορισμούς της συμφωνίας, αυξάνοντας τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.