Ο αριθμός των παραβιάσεων του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη που εντοπίστηκαν μειώθηκε το 2021 σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, όμως η «συνεχιζόμενη παρουσία» μαχητών από το Τσαντ, το Σουδάν, τη Συρία και τη Ρωσία αποτελεί «πάντα σοβαρή απειλή», εκτιμούν σε έκθεσή τους ειδικοί του ΟΗΕ.
Μολονότι δεν διαπιστώνεται πλέον ο «εντατικός ρυθμός παραδόσεων» οπλισμού, «το εμπάργκο όπλων παραμένει εντελώς αναποτελεσματικό», υπογραμμίζουν οι ειδικοί, που έχουν επιφορτιστεί να επιβλέπουν την εφαρμογή του, στο εμπιστευτικό προσωρινό έγγραφο το οποίο διανεμήθηκε πρόσφατα στα 15 κράτη μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και το οποίο συμβουλεύθηκε το Γαλλικό Πρακτορείο χθες Τρίτη.
Για την έρευνά τους, που αφορά την περίοδο από τον Ιανουάριο ως τον Νοέμβριο, οι ειδικοί πήγαν τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο στη Λιβύη, όπου μπόρεσαν να επισκεφθούν, για πρώτη φορά από το 2017, τη Βεγγάζη (ανατολικά), το προπύργιο του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, υποψηφίου για την προεδρία στις εκλογές που προγραμματίζεται να διεξαχθούν την 24η Δεκεμβρίου.
Διευκρινίζουν πως πήγαν επίσης στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Ελβετία και στην Τυνησία.
«Ο έλεγχος των αλυσίδων επιμελητείας από ορισμένα κράτη μέλη συνεχίζεται, κάτι που εμποδίζει σημαντικά τον εντοπισμό, την διακοπή ή την αναχαίτιση» φορτίων όπλων, αναφέρει το κείμενο, χωρίς να κατονομάζει κάποιο κράτος.
«Με δεδομένες τις παραδόσεις που έγιναν το 2020, τα στοκ οπλισμού παραμένουν υψηλά και επαρκή για να τροφοδοτήσουν κάθε μελλοντική σύρραξη», προειδοποιούν οι συγγραφείς, που τονίζουν ακόμη πως το μεγαλύτερο μέρος της χώρας συνεχίζει να «ελέγχεται από ένοπλες ομάδες που επωφελούνται από τη συμφιλιωτική προσέγγιση των μεταβατικών αρχών».
Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα να φύγουν οι μισθοφόροι, «τα εμπόλεμα μέρη διατηρούν πάντα ξένους μαχητές στις τάξεις τους, ειδικά πολίτες του Τσαντ, του Σουδάν και της Συρίας, καθώς και εργαζόμενους ρωσικών ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών». Η ομάδα των ειδικών «δεν έχει καμία απόδειξη πως υπήρξε μεγάλης κλίμακας αποχώρηση (των μισθοφόρων) μέχρι σήμερα», επιμένει στο κείμενο.
Σύροι μαχητές οι οποίοι βοήθησαν τις δυνάμεις της Τουρκίας να υπερασπιστούν την Τρίπολη όταν οι δυνάμεις του Χαλίφα Χάφταρ προσπαθούσαν να την κυριεύσουν πληρώνονται από 800 ως 2.000 δολάρια τον μήνα, υπογραμμίζουν ακόμη οι ειδικοί.
Καταγράφουν στο κείμενο ότι οι καταγγελίες που έγιναν τον Σεπτέμβριο περί γαλλικής εμπλοκής στον λιβυκό νότο απορρίπτονται από το Παρίσι. «Η Γαλλία διέψευσε οποιαδήποτε εμπλοκή των δυνάμεών της σε επιχειρήσεις εναντίον του FACT (σ.σ. του Μετώπου για την Αλλαγή και την Ομόνοια στο Τσαντ) στο έδαφος της Λιβύης», καταγράφει η έκθεση.
Το έγγραφο εξάλλου διαπιστώνει ότι οι πτήσεις για στρατιωτικούς σκοπούς προς τη Λιβύη «μειώθηκαν καθαρά το 2021» σε σύγκριση με το 2020 από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, από τη Ρωσία –ενίοτε μέσω Συρίας– και από την Τουρκία.
Οι ρωσικές στρατιωτικές πτήσεις προς την ανατολική Λιβύη, που αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό προς την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, «μειώθηκαν κατά 55%», αυτές του τουρκικού στρατού «κατά 64», όμως, «αντίθετα», οι πτήσεις «της συριακής αεροπορικής εταιρείας Cham Wings Airlines αυξήθηκαν κατά 71%», πιθανόν λόγω «της αντικατάστασης ξένων μαχητών».
πηγή: ΑΠΕ