Πολιτική

Ο Ντράγκι τράβηξε τη σκανδάλη... χθες


Ποιος ο φόβος των τραπεζών και πόσο κάτω θα μπορούσαν να φτάσουν τα επιτόκια. Ο ρόλος της Γερμανίας

Αρνητισμός, απογοήτευση, διχογνωμία, επιβράδυνση, αποπληθωρισμός, τράπεζες και… Γερμανία. Με αυτά βρίσκεται αντιμέτωπος ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, αν και στην παρούσα φάση δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ απραξίας ή wait-and-see mode, καθώς οι αποφάσεις θεωρούνται ειλημμένες. Από τον Νοέμβριο του 2011 οπότε και ανέλαβε τα ηνία της ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε οκτώ μειώσεις επιτοκίων, δύο προγράμματα μακροχρόνιου φθηνού δανεισμού για τις τράπεζες και την επαναγορά ομολόγων. Ωστόσο, ο στόχος για πληθωρισμό κοντά στο 2% παραμένει ακόμη… άπιαστος και οι προσπάθειες για τόνωση της ανάπτυξης της Ευρωζώνης δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Υπό αυτό το πρίσμα, η αγορά και η επενδυτική κοινότητα τηρεί μια πιο συγκρατημένη στάση για τις επόμενες αποφάσεις της ΕΚΤ, κρατώντας μικρό καλάθι για τις επιπτώσεις που θα έχουν στην οικονομία, δεδομένου ότι μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος των μέτρων είναι εξαιρετικά περιορισμένος, ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει επιδεινωθεί.

Σήμερα και αύριο ο Μάριο Ντράγκι και τα μέλη του ΔΣ της ευρωτράπεζας θα λάβουν νέες αποφάσεις, εξέλιξη για την οποία ο πρόεδρος της ΕΚΤ είχε στρώσει το έδαφος ήδη από την τελευταία συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής. Πρόκειται για τον 11ο γύρο στον επικό αγώνα του κατά του αποπληθωρισμού. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης κατά 10-15 δισ. ευρώ στα 75 δισ. Μέχρι τώρα η ΕΚΤ αγοράζει κατά μέσο όρο 60 δισ. ευρώ το μήνα.

Το επιτόκιο καταθέσεων κατά πάσα πιθανότητα θα μειωθεί κατά 10 μονάδες βάσης στο -0,4%. Τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η ΕΚΤ θα εισαγάγει ένα κλιμακωτό επιτόκιο καταθέσεων, ή ένα παρόμοιο σύστημα, για να μειώσει το φαινόμενο της μείωσης των τραπεζικών κερδών.

Τα εταιρικά ομόλογα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι η πιο προφανής προσθήκη στο πρόγραμμα αλλά πολλοί πιστεύουν ότι η ΕΚΤ θα διστάζει σε αυτό το σημείο.

Υπάρχει ωστόσο ένας τρόπος για τον Ντράγκι να δώσει μεγαλύτερη ρευστότητα. Περίπου 900 δισ. δολ. κρατικών ομολόγων που πληροί τα κριτήρια ωρίμανσης για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ έχουν απόδοση μικρότερη από το επιτόκιο καταθέσεων κι αυτό τα θέτει εκτός προγράμματος. Μια μείωση 10 μονάδων βάσης στο -0,4% του επιτοκίου αυτή την εβδομάδα, όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, θα απελευθέρωνε περίπου 478 δισ. δολ., σύμφωνα, με τον δείκτη Bloomberg Eurozone Sovereign Bond. Εάν η μείωση ήταν 20 και 30 μονάδες βάσης, τότε θα μπορούσαν να απελευθερωθούν επιπλέον 268 δισ δολ. και 157 δισ δολ. αντίστοιχα.

Οι παράγοντες που θα κρίνουν τις αποφάσεις

Κλειδί για τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι αφενός η στάση που θα κρατήσει η Γερμανία, ο γνωστός βραχνάς του Μάριο Ντράγκι και αφετέρου ο προβληματισμός για το πόσο μακριά κάτω από το μηδέν μπορεί να μειώσει τα επιτόκια η ΕΚΤ, χωρίς να προκαλέσει ζημιά στις τράπεζες. Ορισμένοι ανώτεροι αξιωματούχοι επεξεργάζονται μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται το κόστος δανεισμού. Η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι τα αρνητικά επιτόκια μπορούν να βλάψουν την κερδοφορία των τραπεζών ή να τις αναγκάσουν να μετακυλήσουν το κόστος στους δανειολήπτες. Αντί να παρακινήσουν σε δανεισμό τις τράπεζες, τα αρνητικά επιτόκια θα μπορούσαν να είναι τελικά πρόβλημα παρά λύση.

Καταλυτικός παράγοντας για τις αποφάσεις είναι το κατά πόσο η γερμανική πλευρά θα στηρίξει τις όποιες αποφάσεις λάβει η ΕΚΤ. Μια θετική ανταπόκριση μάλλον δεν φαντάζει και το πιο πιθανό σενάριο, δεδομένου ότι οι σύμμαχοι της Μέρκελ υποστηρίζουν ότι είναι η στιγμή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να βρει διέξοδο από τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια και μάλιστα καλούν την καγκελάριο να στείλει το εν λόγω μήνυμα στον διοικητή της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι. Το επιχείρημα που προβάλλουν οι πολέμιοι του QE είναι πως το πρόγραμμα είναι σχεδιασμένο να ενισχύσει τον πληθωρισμό και να μετριάσει την «οικονομική δυσπραγία», καθώς η κρίση χρέους στην Ευρώπη υποχωρεί. Όπως λένε όμως, η ακολουθούμενη πολιτική πλήττει τους Γερμανούς αποταμιευτές και τους ιδιώτες επενδυτές, που τείνουν να προτιμούν χαμηλού ρίσκου επενδύσεις.

Οι δυο όψεις των αρνητικών επιτοκίων  

Είναι όμως τα αρνητικά επιτόκια μια λύση που θέλουν και μπορούν να αντέξουν οι τραπεζίτες; Τα αρνητικά επιτόκια σε θεωρητικό επίπεδο συνιστούν κακές ειδήσεις για όλες τις τράπεζες, επειδή καθιστούν ασύμφορη τη δραστηριότητά τους να χρεώνουν όσους δανείζονται και να επιβραβεύουν όσους αποταμιεύουν. Ωστόσο, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τραπεζών, οι οποίοι ήδη βρίσκονται αντιμέτωποι με την αναταραχή των αγορών, δεν μπορούν απλώς και μόνο να κατηγορήσουν όσους αποφασίζουν για τα αρνητικά επιτόκια. Οσο καταστροφικά κι αν έχουν αποβεί στην Ευρωζώνη τα αρνητικά επιτόκια για τα συναφή έσοδα και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να απειλεί να ωθήσει ακόμα πιο χαμηλά το επιτόκιο καταθέσεων σε αρνητικό έδαφος, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι ανίσχυρα να αντιδράσουν.

Πώς όμως ορισμένες τράπεζες μπόρεσαν να αμβλύνουν τις δυσμενείς συνέπειες των αρνητικών επιτοκίων; Η πρώτη απάντηση είναι η εξεύρεση τρόπων στο να γίνει μετακύλιση του κόστους στους πελάτες, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες παρατηρείται υγιής ζήτηση για χορηγήσεις. Η σουηδική τράπεζα Swedbank είναι σε θέση να αυξήσει τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων εν μέσω μιας ακμάζουσας αγοράς στέγης. Κατ’ αναλογία και τα ελβετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επωφελήθηκαν από την αύξηση στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Η δεύτερη απάντηση είναι η εξής: εάν, τώρα, η ζήτηση για δάνεια είναι βραδεία, μπορεί οι τράπεζες να αποδειχθούν πιο τυχερές στο να μετακυλίσουν τις υψηλότερες δαπάνες στους καταθέτες. 

Η γαλλική Credit Agricole θα μπορούσε να αρχίσει να περικόπτει τα σχετικά γενναιόδωρα επιτόκια καταθέσεων που εξασφαλίζει στους καταθέτες της ή ακόμα περισσότερες τράπεζες θα μπορούσαν να αρχίσουν να χρεώνουν πιο πολλά στις χρεωστικές κάρτες και στις υπεραναλήψεις. 

Πόσο κάτω θα μπορούσαν να φτάσουν τα επιτόκια κατάθεσης;

Αρκετά,  σύμφωνα με τους οικονομολόγους τους οικονομολόγους της JPMorgan Chase. Πάντως μόνο ένα τμήμα των διαθεσίμων των εμπορικών τραπεζών που κατατίθενται στις κεντρικές τράπεζες χρεώνονται με αρνητικό επιτόκιο. Σε αυτή τη βάση, εκτιμάται ότι αν η ΕΚΤ απλά επικεντρωθεί σε τραπεζικά διαθέσιμα που ισοδυναμούν στο 2% του ΑΕΠ θα μπορούσε να φτάσει στο -4,5%. Αυτό συγκρίνεται με το μείον -0,3% που είναι  σήμερα και με το -0,7% που η  JPMorgan λέει ότι θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τα μέσα του τρέχοντος έτους.

Το φράγμα για την Τράπεζα της Ιαπωνίας μπορεί να είναι -3,45% ενώ για τη Σουηδία θα μπορούσε να είναι -3,27%, σύμφωνα με τους οικονομολόγους. Πάντως, οι οικονομολόγοι της JPMorgan λένε ότι οι τράπεζες είναι απίθανο να είναι σε θέση να μετακυλίσουν το κόστος της πολιτικής στους δανειολήπτες, μειώνοντας τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν στην κερδοφορία τους. 

Ο Vítor Constâncio, αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, έδωσε τη σαφέστερη υπόδειξη ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης εξετάζουν σοβαρά μια προσαρμογή στο καθεστώς των επιτοκίων τους για να προστατεύσουν τις τράπεζες από τις επιπτώσεις των αρνητικών επιτοκίων. Ο κ Constâncio, δήλωσε η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει τα επιτόκια κατά τρόπο που να μετριάζει την «άμεση επίπτωση» στις τράπεζες που έχουν θωρακίσει τους πελάτες τους από το κόστος της πολιτικής αυτής, η οποία επιβάλλεται επί των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών. Ανέφερε το παράδειγμα από τους Ιάπωνες και άλλες κεντρικές τράπεζες σχετικά με την εισαγωγή ενός κλιμακωτού συστήματος, το οποίο προστατεύει ένα μέρος των καταθέσεων των τραπεζών από το κόστος των αρνητικών επιτοκίων.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις