Αν και έχουν περάσει 80 χρόνια από την πρεμιέρα, η θεότρελη μαύρη κωμωδία του Φρανκ Κάπρα, «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα», παραμένει μία εμβληματική ταινία για το Χόλιγουντ, χωρίς να έχει χάσει τίποτα από την ικμάδα της, προσφέροντας ξεκαρδιστικό γέλιο και θυμίζοντας ότι το ταλαιπωρημένο, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είδος παραμένει το πιο δύσκολο στον κινηματογράφο.
Ο Φρανκ Κάπρα, έπειτα από μία σειρά ταινιών με κοινωνικά μηνύματα για τον ψυχισμό των Αμερικανών και τις νέες εποχές, που έρχονταν και έφερναν νέα ήθη και έθιμα, βάζοντας το χρήμα στην κορυφή των αξιών και με τους πολιτικούς να χάνουν κάθε επαφή με το χρέος τους απέναντι στον λαό και το δημόσιο συμφέρον, θα θελήσει να κάνει ένα μικρό διάλειμμα και να γυρίσει μία ψυχαγωγική ταινία.
Θα τα πάρουμε μαζί μας
Έτσι, έπειτα από τα αριστουργηματικά και τεράστιας επιρροής φιλμ «Δεν θα τα Πάρεις Μαζί σου», «Ο Κύριος Σμιθ Πάει στην Ουάσινγκτον» και «Ο Λαός Προστάζει», θα πάρει την απόφαση να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη θεατρική μαύρη κωμωδία του Τζόζεφ Κέσερλινγκ, που έτυχε να δει στο Μπρόντγουεϊ. Μία τεράστια επιτυχία τριών χρόνων, που ο Κάπρα θα καταφέρει να περάσει στο σελιλόιντ, αποφεύγοντας τις παγίδες που κρύβει ένα θεατρικό έργο, παρότι ήταν πιστή η μεταφορά του και ουσιαστικά το σκηνικό περιορίζεται εντός ενός σαλονιού.
Είναι τέτοια η δεξιοτεχνία του Κάπρα, που τα κρυμμένα θανατερά μυστικά, τα οποία δεν βλέπουμε ποτέ, δημιουργούν μυστήριο και εξάπτουν τη φαντασία, ενώ ταυτόχρονα έχει φροντίσει να εκμεταλλευτεί όλα τα κινηματογραφικά μέσα, από το στήσιμο της κάμερας και το τέλεια συντονισμένο μοντάζ με τις απίστευτες ατάκες, μέχρι το παραμικρό παιχνίδι με τις φωτοσκιάσεις του ασπρόμαυρου και τη μελέτη κάθε ρόλου, ακόμη και εκείνων των ολίγων δευτερολέπτων. Ένα κινηματογραφικό κέντημα σε δαιμονισμένους ρυθμούς.
Ένα θεοπάλαβο στόρι
Σε ένα μικρό σπίτι, δίπλα από το νεκροταφείο του Μπρούκλιν, κατοικούν δυο αξιαγάπητες και ελαφροΐσκιωτες ηλικιωμένες κυρίες, η Άμπι και η Μάρθα, μαζί με τον ανιψιό τους Τέντι, που ζει στον δικό του κόσμο, νομίζοντας ότι είναι ο Θίοντορ Ρούσβελτ. Στο σπίτι καταφτάνει ο άλλος ανιψιός τους, ο Μόρτιμερ Μπρούστες, ένας κριτικός θεάτρου, ορκισμένος εργένης, με τη Ιλέιν, την οποία, παραδόξως, παντρεύτηκε πριν από λίγες ώρες.
Όμως, οι ευτυχισμένες στιγμές θα ανατραπούν, όταν ο Μόρτιμερ θα ανακαλύψει ότι οι δυο γλυκύτατες θείες του σκοτώνουν μοναχικούς ανθρώπους, που δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τη ζωή, θεωρώντας ότι επιτελούν θεάρεστο έργο. Τα θύματά τους τα θάβουν στο κελάρι και σε αυτό τους βοηθά ο Τέντι, που νομίζει ότι σκάβοντας ανοίγει τη διώρυγα του Παναμά.
Ταυτόχρονα, στο σπίτι επιστρέφει και ο τρίτος ανιψιός τους, ο Τζόναθαν, ένας εγκληματίας, που αφαιρεί το πρόσωπο των θυμάτων του για να το αλλάξει με το δικό του και με τη βοήθεια ενός μυστηριώδους Γερμανού «δόκτορα», πλαστικού χειρουργού, που προσπαθεί να ξεφύγει από την τρέλα του παραμορφωμένου συνεργάτη του.
Ο Μόρτιμερ, θα πανικοβληθεί, νομίζοντας ότι και ο ίδιος ανήκει σε μία οικογένεια τρελών και θα προσπαθήσει να ξεδιαλύνει την ιστορία, με τις μικρότερες επιπτώσεις για τα αγαπημένα του πρόσωπα.
"Δηλητηριώδης" ψυχαγωγία
Αν και η ταινία εκ πρώτης όψεως, δείχνει ως το απόλυτο ψυχαγωγικό έργο, το ένστικτο του δημιουργού θα σκάψει κάτω από το μυστηριώδες κελάρι, για να αναδείξει διακριτικά τι μπορεί να κρύβει μία μέση καλοσυνάτη αμερικάνικη οικογένεια, που χωρίς να το έχει καταλάβει σκορπάει τον θάνατο, αποφασίζει για την τύχη των συνανθρώπων της, χωρίς να πολυσκεφτεί ότι οι μοναχικοί παρίες έχουν ανάγκη τη φροντίδα, τη συντροφικότητα, το νιάξιμο και όχι τον θάνατο.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο Καπρα, που όπως είπε βρήκε αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία με την οικογένειά του στο έργο, έστρεψε παραμορφωτικά τον φακό πάνω σε μια άλλη οικογένεια (αλλοπαρμένη κι αυτή αλλά θαυμαστή), η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της εκπληκτικής κωμωδίας του «Δεν θα τα Πάρεις Μαζί σου». Αντικαθιστώντας το ταξικό σχολιασμό του με την γκροτέσκα απεικόνιση της μέσης αμερικάνικης οικογένειας και το κατάμαυρο χιούμορ, υπογραμμίζει προφητικά τους κινδύνους που κρύβει η γενικευμένη αμερικάνικη αφέλεια, η επιδερμική αντιμετώπιση των πάντων. Και ήταν ακόμη το 1944, όταν ακόμη δεν είχαμε βγει ούτε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο...
Ο πειρασμός της υπερβολής και ο Κάρι Γκραντ
Ο Κάρι Γκραντ, ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας, υποδυόμενος τον Μόρτιμερ, θα εισέλθει δικαιολογημένα στην υπερβολή, μπαίνοντας στον πειρασμό της σλάπστικ κωμωδίας, αφήνοντας κατά μέρος τις «cool» ερμηνείες του, τονίζοντας και αυτός τον παραλογισμό της ταινίας.
Εδώ, αξίζει να αναφερθεί ότι ο ρόλος του Μόρτιμερ επρόκειτο να δοθεί στον Μπομπ Χόουπ, αλλά η Paramount αρνήθηκε να τον δανείσει στη Warner Bros. Έτσι, έπειτα από αρκετές προσεγγίσεις σε πρωταγωνιστές της εποχής, τον ρόλο τον πήρε ο Κάρι Γκραντ, που τον ήθελε πιο πολύ. Πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι η ταινία δεν ήταν από τις αγαπημένες του, επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος από την ερμηνεία του. Και όμως, αυτή η διαφορετική ερμηνεία του θα μπει δικαιολογημένα δίπλα στους αξέχαστους ρόλους του, σε κλασικές ταινίες όπως του Χίτσκοκ και του Χοκς.
Ήταν όλοι τους υπέροχοι
Ωστόσο, η κωμωδία ανήκει σε μεγάλο βαθμό στους θεοπάλαβούς της, τις δυο υπέροχες θείες, τις Ζοζεφίν Χαλ και Ζαν Αντέρ, δυο εξαίρετες καρατερίστες, τον Τζον Αλεξάντερ, στο ρόλο του Τέντι Ρούσβελτ, που κάνει συνεχώς σαματατζίδικες εφόδους, ανεβαίνοντας τη σκάλα που οδηγεί στο δωμάτιό του (μια σκηνή που έχει αντιγράψει ο Λάσκος στο χαριτωμένο φιλμ «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες») αλλά και στον διεστραμμένο εγκληματία Ρέιμοντ Μάσεϊ, που θυμίζει τον Μπόρις Καρλόφ στο «Φρανκεστάιν». Από κοντά και ο πάντα υπέροχος Πίτερ Λόρε, στον ρόλο του Γερμανού δόκτορα, με την υπαινικτική του ερμηνεία και τη σύνδεση του γιατρού με τον εγκληματία, ενώ ακόμη και ο Τζακ Κάρσο, στον ολιγόλεπτο ρόλο του ως αστυνομικού οργάνου, είναι θαυμάσιος όταν συμβιβάζεται με τις τρέλες των δυο κυριών και υποβάλει τα σέβη του επισήμως στον Τέντι Ρούσβελτ.
Υπάρχουν, όμως και οι συντελεστές πίσω από τις κάμερες, καλλιτέχνες με μεγάλο μεράκι. Είναι ο Ιταλοαμερικάνος, όπως και ο Κάπρα, Σολ Πολίτο, ένας εξαίρετος διευθυντής φωτογραφίας («Ο Λοχίας Γιορκ») που ήξερε τα θέλω του σκηνοθέτη του, ο Ντάνιελ Μάντελ στο κοφτερό μοντάζ και ο περίφημος Μαξ Στάινερ, με τις 24 υποψηφιότητες για Όσκαρ και τρεις βραβεύσεις, ενώ αξέχαστες είναι οι συνθέσεις του για τα κλασικά «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» και «Καζαμπλάνκα».
Η υπέροχη μαύρη κωμωδία, με τις αμέτρητες ξεκαρδιστικές ατάκες, το απαράμιλλο σκηνοθετικό στιλ και τις παλαβές ερμηνείες, παραμένει αγέραστη μετά από τόσα χρόνια, για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά κυρίως για το σθένος του Φρανκ Κάπρα να φτάσει στον πυρήνα τής «αγίας αμερικάνικης οικογένειας» και να απελευθερώσει το δηλητήριο που κρύβει μέσα του.
Χ. Αναγνωστάκης, ΑΠΕ-ΜΠΕ