Ο κίνδυνος να «ξηλωθεί» η συλλογική σύμβαση στις τράπεζες, που έχει διασωθεί παρά την πίεση της οικονομικής κρίσης και των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα, γίνεται πλέον ο σημαντικότερος «πονοκέφαλος» για τα συνδικαλιστικά στελέχη των τραπεζοϋπαλλήλων, καθώς οι διατάξεις του αναπτυξιακού πολυνομοσχεδίου για τις εργασιακές σχέσεις ανοίγουν «παράθυρο» ακόμη και για παύση ισχύος της κλαδικής σύμβασης με απλή απόφαση του υπουργού Εργασίας.
Το άρθρο 49 του πολυνομοσχεδίου, που δόθηκε πριν από λίγες ημέρες στη δημοσιότητα, βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού, καθώς δίνει τη δυνατότητα στον υπουργό Εργασίας, με μια απόφαση που θα λαμβάνεται χωρίς προκαθορισμένα κριτήρια, να «παγώνει» την ισχύ κλαδικών συμβάσεων, με την επίκληση των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.
Οι τράπεζες είναι από τους επιχειρηματικούς κλάδους που έχουν αντιμετωπίσει τα μεγαλύτερα προβλήματα στη διάρκεια της κρίσης, διασώθηκαν με πολυδάπανες παρεμβάσεις του Δημοσίου, και παραμένουν στην «εντατική», καθώς τα προβληματικά δάνεια στα χαρτοφυλάκιά τους παραμένουν σε πολύ υψηλό ποσοστό, κοντά στο 50% του συνόλου, ενώ η κερδοφορία τους εξακολουθεί να είναι «αναιμική». Κατ' αυτή την έννοια, οι συνδικαλιστικές ανησυχούν ότι θα μπορούσε ο τραπεζικός κλάδος να ενταχθεί σε αυτούς όπου «παγώνουν» οι συμβάσεις με υπουργική απόφαση.
Σε επιστολή της προς τον υπουργό Εργασίας, Γιάννη Βρούτση, η ΟΤΟΕ σημειώνει τα ακόλουθα για το άρθρο 49:
«Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ως μια δυνητική ρύθμιση, που αφήνει τον πρώτο λόγο στα συμβαλλόμενα μέρη, ακολουθώντας ανάλογες πρακτικές που ισχύουν κατ’ εξαίρεση και με αυστηρά προσδιορισμένα κριτήρια, για μεμονωμένους όρους και με εξαιρετικά προσωρινό χαρακτήρα και στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα όμως, από τη συνδυασμένη ανάγνωση και των λοιπών προτεινόμενων άρθρων (Άρθρα 51, 52) για τη συρροή κλαδικών-επιχειρησιακών ΣΣΕ και εθνικών-τοπικών ρυθμίσεων, καθώς και για την επέκταση αυτών, προκύπτει ότι η Κυβέρνηση ουσιαστικά παρακάμπτει τη βούληση των συμβαλλομένων σε αυτές τις ΣΣΕ μερών, οι εξαιρέσεις καταλήγουν κανόνας, στη συρροή κλαδικών-επιχειρησιακών και ιδιαίτερα στη συρροή εθνικών με τοπικές κλαδικές ΣΣΕ. Και τούτο χωρίς καμμία δέσμευση για τους εργοδότες που θα εξαιρεθούν, σε όρους λ.χ. απαγόρευσης απολύσεων ή άλλων μορφών μείωσης προσωπικού για όσο διάστημα θα ισχύει για αυτούς η εξαίρεση.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις θα μπορούν να ισχυρισθούν ότι εμπίπτουν στα κατ’ αρχήν χαλαρά κριτήρια του νομοσχεδίου. Θα έπρεπε, αντίθετα, τα κριτήρια αυτά να τύχουν εξαρχής μιας αυστηρής και περιοριστικής εξειδίκευσης και να μην αφεθούν στην ευχέρεια μιας Υπουργικής Απόφασης. Σε διαφορετική περίπτωση, η υιοθέτηση των προτεινόμενων εξαιρέσεων, που τελικά λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα συρροής και επέκτασης των ΣΣΕ, θα γίνει κανόνας και οι ισχύοντες μέχρι σήμερα εργασιακοί κανόνες, εξαίρεση!
Υπό αυτές τις συνθήκες, η εισαγωγή ρητρών και εξαιρέσεων, που εξ αντικειμένου υπονομεύουν τον ρυθμιστικό ρόλο και τη σημασία των κλαδικών συμβάσεων για ένα σύγχρονο και υγιή ανταγωνισμό έντασης γνώσης, ποιότητας και καινοτομίας, ο οποίος δεν θα στηρίζεται στην υποβάθμιση των αμοιβών και των όρων εργασίας, ούτε στην έξαρση των ανισοτήτων, κινδυνεύει να καταστεί μια «νέα κανονικότητα».
Κατά συνέπεια, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις οι κλαδικές ΣΣΕ κινδυνεύουν να καταλήξουν κενές περιεχομένου. Να μετατραπούν σε πεδίο συνεχών τριβών και αντεγκλήσεων ανάμεσα στα μέρη για την εμβέλεια των διατάξεων, δημιουργώντας ανασφάλεια δικαίου για τους εργαζόμενους που αυτές καλύπτουν, αλλά και πιέσεις από τους συμβαλλόμενους εργοδότες για περαιτέρω μειώσεις των ελάχιστων κλαδικών αμοιβών, στα επίπεδα εκείνων που θα ισχύουν για τους εξαιρούμενους εργοδότες».
Εξάλλου, σχετικά με το άρθρο 51 του πολυνομοσχεδίου, η ΟΤΟΕ παρατηρεί τα ακόλουθα:
Με την προσθήκη που προτείνεται στην παρ. 2 του άρθρου 10 ν.1876/90 παραβιάζεται ευθέως η βούληση των μερών της κλαδικής ρύθμισης και ο ισχύων νόμος περί συρροής των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Εφόσον τα ίδια τα μέρη της κλαδικής ΣΣΕ δεν θελήσουν να βάλουν ρήτρα εξαίρεσης, (διότι λ.χ. δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού ή εργασιακού ντάμπιγκ στον κλάδο τους, ή δεν επιθυμούν να πριμοδοτήσουν μη βιώσιμες επιχειρήσεις, ή να εξυπηρετήσουν μεμονωμένους επενδυτές), ο νομοθέτης επιχειρεί να την επιβάλει υποχρεωτικά.
Καταργεί με τον τρόπο αυτό την αρχή της εύνοιας για τον εργαζόμενο στη συρροή Κλαδικής-Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ουσιαστικά επιστρέφει, παρά τη λήξη των μνημονίων, στην προηγούμενη, εξόχως προβληματική, μνημονιακή ρύθμιση.
Οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια μιας τέτοιας κρίσιμης παρέμβασης παραπέμπονται σε Υπουργική Απόφαση. Θυμίζουμε εδώ ότι Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας εξακολουθούν να μπορούν να συνάπτουν, ελλείψει πρωτοβάθμιου σωματείου, ακόμα και ενώσεις προσώπων, με τα γνωστά δραματικά αποτελέσματα σε βάρος των κλαδικών ΣΣΕ και υπέρ της άναρχης αποδιάρθρωσης-αποκέντρωσης των Σ.Δ. κατά τη μνημονιακή περίοδο.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται με τη νέα παρ. 3, όπου ρητώς προβλέπεται, χωρίς κάποια συγκεκριμένη διάρκεια ή δέσμευση λ.χ. για αποτροπή απολύσεων από τους εξαιρούμενους τοπικούς εργοδότες, ότι σε τοπικό επίπεδο η «εξαίρεση» καθίσταται μια νέα «κανονικότητα».
Τούτο μπορεί κάλλιστα να σηματοδοτήσει την προώθηση τοπικών ζωνών με κλαδικούς «υποκατώτατους» και υποβαθμισμένη εργασία, με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Όμως, τι είδους επενδυτές μπορεί να προσελκύσουν τέτοιες ζώνες παρωχημένης «ανταγωνιστικότητας», εκεί που η χώρα χρειάζεται πρωτίστως τεχνολογική και καινοτομική αναβάθμιση;
Βάσει των ανωτέρω, θεωρούμε ότι οι όροι 2 και 3 που προστίθενται στο άρθρο 10 ν. 1876/90 πρέπει να απαλειφθούν.
Σχετικά με το άρθρο 52 του πολυνομοσχεδίου, η ΟΤΟΕ παρατηρεί ότι:
Με τις προτεινόμενες παρεμβάσεις στο άρθρο 11 ν.1876/90 για την επέκταση των Συλλογικών Συμβάσεων και σε μη μέλη των συμβαλλομένων οργανώσεων, η δυνατότητα εξαίρεσης από κλαδικές ΣΣΕ, επιβάλλεται και στο επίπεδο της επέκτασης των ΣΣΕ, παρακάμπτοντας τη βούληση των συμβαλλομένων μερών.
Τόσο η ουσία της ανωτέρω διάταξης, όσο και η κρίσιμη εφαρμογή της, παραπέμπονται και πάλι σε Υπουργική απόφαση, η οποία θα εξειδικεύει, μετά από απλή γνώμη της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, τις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που θα εξαιρούνται.
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με κατακερματισμένες παραγωγικές δομές και εξαιρετικά αρρύθμιστες αγορές εργασίας στους περισσότερους κλάδους, είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει επέκταση μιας κλαδικής ΣΣΕ με το κριτήριο του 51%.
Για τη διευκόλυνση της επέκτασης, την κοινωνικά αναγκαία προαγωγή του κοινωνικού διαλόγου σε κλαδικό επίπεδο και την ενίσχυση της ρυθμιστικής εμβέλειας των ΣΣΕ, η πλειοψηφία της «Επιτροπής Σοφών» για τις βέλτιστες εργασιακές πρακτικές συνιστούσε την υιοθέτηση και εναλλακτικών ποιοτικών κριτηρίων δημοσίου συμφέροντος».