Με μια ιστορική απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας έκρινε ότι η σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου δεν θα πρέπει να συνιστά πλέον ποινικό αδίκημα στη χώρα - Κατάργησε έτσι άρθρο του ποινικού κώδικα που είχαν θεσπίσει οι βρετανοί αποικιοκράτες
Η απόφαση καταργεί το Άρθρο 377 του ινδικού ποινικού κώδικα, το οποίο είχαν θεσπίσει οι βρετανικές αποικιοκρατικές δυνάμεις το 1861, και το οποίο απαγόρευε την "σαρκική παρά φύσιν συνεύρεση".
Αυτός ήταν ένας από τους παλαιότερους νόμους στον κόσμο που ποινικοποιούσαν το ομοφυλοφιλικό σεξ και η Ινδία ήταν διστακτική στο να τον ανατρέψει.
Έξω από το δικαστήριο συγκεντρωμένοι ακτιβιστές ζητωκραύγαζαν και κάποιοι ξέσπασαν σε κλάματα όταν ανακοινώθηκε η απόφαση.
Ο νόμος βρισκόταν επί σειρά ετών στο επίκεντρο δικαστικών αγώνων.
"Ο νόμος είχε γίνει ένα όπλο για την παρενόχληση της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Η ποινικοποίηση της σαρκικής επαφής είναι παράλογη, αυθαίρετη και προδήλως αντισυνταγματική", σχολίασε ο δικαστής Ντιπάκ Μίσρα ανακοινώνοντας την ιστορική απόφαση.
Ακτιβιστές μάχονταν υπέρ της απαγόρευσης του νόμου από τη δεκαετία του 90, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, και έχουν χάσει πολλούς δικαστικούς αγώνες μέχρι σήμερα.
Οι "παραβάτες" κινδύνευαν με ποινές φυλάκισης έως και 10 χρόνια, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και με ισόβια κάθειρξη.
Ανάλογες προσφυγές το 1994 και το 2001 είχαν αρνητική κατάληξη, οδηγώντας τον αγώνα των ΛΟΑΤΚΙ ανθρώπων πολλά βήματα πίσω.
Σημαντική επιτυχία ήταν η απόφαση του 2009, η οποία κατήργησε το άρθρο 377 του ινδικού Ποινικού Κώδικα, ορίζοντας ότι η απαγόρευση της «σαρκικής συνεύρεσης ενάντια στους κανόνες της φύσης» παραβίαζε τα δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία και την ισότητα και ήταν αντίθετη με το ινδικό Σύνταγμα.
Ακολούθησαν νέες και αντικρουόμενες δικαστικές αποφάσεις, ενώ παράλληλα συνεχίζονταν οι διώξεις ανθρώπων βάσει του άρθρου 377, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε ακόμη και σε καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη.
Ωστόσο, μια απόφαση του 2017, η οποία αναφερόταν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, άνοιξε τον δρόμο για τη σημερινή απόφαση.