Όλο και πιο κοντά στους καταθέτες πλησιάζει η... απειλή των αρνητικών αποδόσεων, με τις εξελίξεις να αναμένεται ότι θα επιταχυνθούν μετά τη νέα μείωση του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ στο -0,50% και ενόψει της επικείμενης έναρξης, από την 1η Νοεμβρίου, του νέου προγράμματος της κεντρικής τράπεζες για την αγορά στοιχείων ενεργητικού (ομολόγων).
Οι τραπεζίτες στον ελληνικό χώρο αποφεύγουν ευθείες αναφορές στο θέμα, παρότι εξετάζουν τρόπους για να μεταφέρουν στους καταθέτες το βάρος των αρνητικών επιτοκίων, και προσανατολίζονται να επιβάλλουν, σύμφωνα με πληροφορίες, υψηλότερες προμήθειες διαχείρισης των λογαριασμών όψεως, ως μία πρώτη κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση, η οποία θα επιβαρύνει τους λογαριασμούς εταιρειών και όχι φυσικών προσώπων.
Όμως, ανοικτά αναφέρθηκε στο πρόβλημα ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου, Πανίκος Νικολάου. Μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων και απαντώντας σε απαντώντας σε ερώτηση αν η τράπεζα εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις, ο κ. Νικολάου σημείωσε ότι η Τράπεζα Κύπρου, όπως και άλλες κυπριακές τράπεζες, χρεώνονται τόκο 0,5% για την κατάθεσή της υπερβάλλουσας ρευστότητάς τους στην ΕΚΤ, που αποτελεί «τεράστιο κόστος».
Αυτό που εξετάζεται, εξήγησε ο επικεφαλής της Τρ. Κύπρου, είναι είτε η επιβολή αρνητικών επιτοκίων ή άλλες χρεώσεις που να αντισταθμίζουν τη χρέωση που καταβάλλει η τράπεζα στην ΕΚΤ. «Για μας είναι τεράστιο κόστος, οπότε, ναι, εξετάζουμε τη δυνατότητα μεταφοράς μέρους αυτού του κόστους, είτε υπό την μορφή αρνητικών επιτοκίων, είτε υπό την μορφή διαφόρων χρεώσεων, που ισοδυναμούν με τα αρνητικά επιτόκια, σε κάποια κατηγορία πελατών με ψηλές καταθέσεις, πάντοτε όμως με σεβασμό στην πλατιά βάση των πελατών της τράπεζας, που είναι οι ιδιώτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις».
Ερωτηθείς αν η χρέωση θα στοχεύει στις εταιρικές καταθέσεις ή λιανικές καταθέσεις, ο κ. Νικολάου ξεκαθάρισε πως «δεν σκεφτόμαστε λιανικές καταθέσεις» αλλά τις λεγόμενες wholesale (εταιρικές ή και θεσμικές) καταθέσεις. «Σε αυτή τη φάση δεν σκεφτόμαστε να χρεώσουμε τους ιδιώτες πελάτες μας», τόνισε.
Όπως ανέφερε πρόσφατα το Σin, ήδη οι ελληνικές τράπεζες έχουν ρίξει πολύ κοντά στο μηδέν ακόμη και τις αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων, ενώ διατηρούν σε πολύ υψηλότερα από τα ευρωπαϊκά επίπεδα το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, λόγω των σχετικά υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων (το 2018, το επιτοκιακό περιθώριο ήταν 2,30%, έναντι 1,40% στην ευρωζώνη, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος).
Ήδη δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες προσφέρουν επιτόκια που απέχουν ελάχιστα από το απόλυτο μηδέν. Η Εθνική και η Alpha, για ποσά από 5.000 έως 50.000 ευρώ και ανεξάρτητα από το χρόνο που θα τα κρατήσει ο καταθέτης «κλειστά» σε προθεσμιακή δίνουν επιτόκιο μόλις 0,05%.
Η Eurobank, αντίστοιχα, προσφέρει επιτόκιο 0,20% για καταθέσεις 5.000 έως 20.000 ευρώ, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της κατάθεσης, ενώ το ανεβάζει στο 0,25%, αν το ποσό αυξηθεί στα 50.000 ευρώ. Στην Τράπεζα Πειραιώς, το επιτόκιο είναι 0,15% ανεξαρτήτως ποσού για κατάθεση μέχρι και διάρκειας τριών μηνών, ενώ πέφτει χαμηλότερα, στο 0,10%, αν ανεβεί η διάρκεια έως και τους 12 μήνες,.
Οι αποδόσεις αυτές από τις συστημικές τράπεζες είναι σαφώς χαμηλότερες και από τον πληθωρισμό, που διαμορφώνεται στο 0,36% σε μέσα επίπεδα φέτος. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική απόδοση των προθεσμιακών καταθέσεων για… μικρομεσαία ποσά είναι αρνητική.