«Με το νομοσχέδιο της ΝΔ πτωχεύουν όλοι, όχι μόνο οι επιχειρήσεις όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Θα πτωχεύει ένας μισθωτός και ένα νοικοκυριό όπως μία επιχείρηση. Αυτό σημαίνει ότι ο πτωχευμένος χάνει τα πάντα, ό,τι έχει και δεν έχει τη στιγμή που πτωχεύει και από την επόμενη μέρα οφείλει να δίνει ό,τι βγάζει που ξεπερνά τα 600 ευρώ, για περισσότερα από τρία χρόνια», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου στην ΕΡΤ1.
Η κυβέρνηση, πρόσθεσε, «δίνει προτεραιότητα στην πτώχευση και στη ρευστοποίηση των περιουσιών των νοικοκυριών για να ικανοποιούνται οι πιστωτές», την στιγμή, μάλιστα, που «λόγω πανδημίας και οικονομικής κρίσης, τα ευρωπαϊκά κράτη αναστέλλουν οποιαδήποτε αναγκαστική εκτέλεση».
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι «το νομοσχέδιο διαπνέεται από τη σκοπιά των τραπεζών», χωρίς «καμία πρόνοια για τους πολίτες και τα νοικοκυριά»,τους οποίους αντιμετωπίζει ως «στρατηγικούς κακοπληρωτές και όχι ως ανθρώπους που βρέθηκαν σε αντικειμενικές δυσκολίες και απέκτησαν πρόβλημα χρεών», επίσης«ηπρόληψη που η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι υπάρχει, για να γίνουν ρυθμίσεις, είναι η εξής: μόνο η τράπεζα, αν θέλει, κάνει όποια πρόταση θέλει στον οφειλέτη και του λέει ή θα πάρεις αυτό ή θα πας να πτωχεύσεις».
Η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. σημείωσε ότι «πρόκειται για έναν πτωχευτικό κώδικα ο οποίος δεν ακολούθησε τη διαδικασία των κωδίκων, κατά παράκαμψητων νόμιμων διαδικασιών της Βουλής», ενώσε ό,τι αφορά την «τάχα απαλλαγή» που δίνει η κυβέρνηση από τα χρέη, επισήμανε ότι αυτή «υφίσταται ήδη» και σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Για την πρώτη κατοικία υπογράμμισε ότι «με το νομοσχέδιο της ΝΔ κανένας, ούτε ο πλέον ευάλωτος, δεν διατηρεί την ιδιοκτησία του σπιτιού. Δεν θα υπάρχει πια καμία προστασία της πρώτης κατοικίας για κανέναν» και υπενθύμισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ παρέτεινε το νόμο Κατσέλη προσθέτοντας και τα χρέη των νοικοκυριώνπρος το δημόσιο» και στη συνέχεια έφερε «έναν νέο νόμο ο οποίος προστάτευε επίσης την πρώτη κατοικία».
Τέλος, αναφερόμενη στην αύξηση των κρουσμάτων του κορωνοϊού τόνισε ότι «αυτό που εκπέμπει η κυβέρνηση είναι μία πολύ μεγάλη ανεπάρκεια στη διαχείριση του προβλήματος», καθώς «παρά τον χρόνο που της έδωσε η κοινωνία δεν οργάνωσε και δεν ενίσχυσε το εκπαιδευτικό σύστημα, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τη δημόσια υγεία και τα νοσοκομεία», αλλά «μονίμως κουνάει το δάχτυλο στους πολίτες, ενώ η ίδια δεν έχει κάνει τα στοιχειώδη απ’ όσα οφείλει».