Η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF) επέκρινε έντονα χθες Πέμπτη το «διαστρεβλωμένο όραμα» της ελευθερίας της έκφρασης που πρόβαλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δικαιολογώντας τους τελωνειακούς δασμούς που επέβαλε στη Βραζιλία, καλώντας τη χώρα της Λατινικής Αμερικής να μην υπαναχωρήσει από την προσπάθειά της να δημιουργήσει ρυθμιστικό πλαίσιο για τους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης.
«Το να χρησιμοποιείται η ελευθερία της έκφρασης ως πρόσχημα για την επιβολή εμπορικών κυρώσεων είναι τόσο κυνικό όσο και παραπλανητικό», σχολίασε η οργάνωση υπεράσπισης της ελευθερίας του Τύπου σε ανακοίνωσή της στα πορτογαλικά, στα αγγλικά και στα γαλλικά.
Ο Aμερικανός πρόεδρος θέλει να καταφέρει σκληρό πλήγμα στη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής με την υπογραφή εκτελεστικού διατάγματος που επέβαλε από την Τετάρτη επιπλέον τελωνειακούς δασμούς 50% σε βραζιλιάνικα προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Τραμπ επικαλέστηκε το υποτιθέμενο «κυνήγι μαγισσών» με στόχο τον βραζιλιάνο ακροδεξιό πρώην πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου, σύμμαχό της, για απόπειρα επιβολής πραξικοπήματος.
Στηλίτευσε επίσης αποφάσεις της βραζιλιάνικης δικαιοσύνης σε βάρος αμερικανικών μεγάλων ονομάτων των ψηφιακών υπηρεσιών, στο πλαίσιο του αγώνα εναντίον της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο.
«Η ελευθερία της έκφρασης δεν δικαιολογεί την παραπληροφόρηση και δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται σαν ασπίδα της επιρροής εταιρειών», έκρινε η RSF.
Για τη ΜΚΟ, «η Βραζιλία δεν πρέπει να υπαναχωρήσει από τις νόμιμες προσπάθειές της να προχωρήσει σε ρύθμιση ώστε να ενισχύσει το δικαίωμα στην αξιόπιστη πληροφόρηση και να προστατεύσει τον δημοκρατικό διάλογο» στον ψηφιακό κόσμο.
Πέρα από τους τιμωρητικούς δασμούς, η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις στον δικαστή Αλεσάντρ τζι Μοράις, που προεδρεύει στη δίκη Μπολσονάρου στο ομοσπονδιακό ανώτατο δικαστήριο.
Ο ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης X (πρώην Twitter) αποκλείστηκε για 40 ημέρες στη Βραζιλία το 2024, με απόφαση του δικαστή Μοράις. Ο ιδιοκτήτης του, ο δισεκατομμυριούχος Ίλον Μασκ, είχε χαρακτηρίσει την εποχή τον δικαστή «δικτάτορα» που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, προτού υποχωρήσει.