Πάνω από το 15% του πληθυσμού της μητροπολιτικής Γαλλίας ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας το 2023, ποσοστό πρωτοφανές από το 1996, τη χρονιά που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο ετήσιος δείκτης του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής (Insee), το οποίο σήμερα έκανε λόγο για «ισχυρή αύξηση» των ανισοτήτων.
Μέσα σε έναν χρόνο, το ποσοστό των φτωχών αυξήθηκε κατά μια μονάδα, από το 14,4% το 2022, στο 15,4% το 2023. Συγκεκριμένα, το 2023 9,8 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονταν σε κατάσταση οικονομικής φτώχειας, δηλαδή το μηνιαίο εισόδημά τους ήταν κάτω από το όριο της φτώχειας, που ορίζεται στα 1.288 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό (το 60% του μέσου εισοδήματος).
Μέσα σε έναν χρόνο, 650.000 άνθρωποι περιέπεσαν σε κατάσταση φτώχειας, σύμφωνα με αυτήν τη μελέτη που δεν αφορά τους κατοίκους των υπερπόντιων εδαφών, τους άστεγους και όσους διαμένουν σε ιδρύματα. Η προηγούμενη έρευνα, στο σύνολο του γαλλικού πληθυσμού, υπολόγιζε ότι οι άνθρωποι σε κατάσταση φτώχειας ήταν 11,2 εκατομμύρια άνθρωποι το 2021.
Τα αποτελέσματα για το 2023 είναι πρωτοφανή για τα τελευταία 30 χρόνια. «Θα πρέπει να πάμε πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, για να βρούμε περίπου συγκρίσιμα επίπεδα φτώχειας», είπε ο Μισέλ Ντιέ, ο επικεφαλής του τμήματος εσόδων και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών στο Insee.
«Αυτή η αύξηση εξηγείται από τη διακοπή των έκτακτων επιδομάτων, όπως αυτό που κάλυπτε τον πληθωρισμό, τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή το 2022 για να στηρίξουν την αγοραστική δύναμη» των Γάλλων, πρόσθεσε. «Μια άλλη εξήγηση είναι η αύξηση, μεταξύ των μη μισθωτών, των μικρών επιχειρηματιών με πολύ χαμηλά εισοδήματα».
Το Ίδρυμα για τη Στέγαση των Μη προνομιούχων (πρώην Ίδρυμα Αββά Πιερ) έκανε λόγο για «ανησυχητικά» στοιχεία που όμως «δεν προκαλούν έκπληξη» δεδομένου ότι διακόπηκαν τα μέτρα στήριξης της αγοραστικής δύναμης. «Οι διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος και αερίου λόγω απλήρωτων λογαριασμών έχουν εκτοξευτεί, ο αριθμός εκείνων που λένε ότι κρυώνουν στο σπίτι τους σχεδόν διπλασιάστηκε και βλέπουμε μεγάλη αύξηση των εξώσεων», είπε ο εκπρόσωπος του ιδρύματος Μανουέλ Ντομέργκ, ζητώντας να εφαρμοστούν «διαρθρωτικά μέτρα».
Γαλλία: Επτά Νομπελίστες οικονομολόγοι καλούν τη γαλλική κυβέρνηση να υιοθετήσει φόρο κατά των πολύ πλούσιων
Επτά οικονομολόγοι, βραβευμένοι με Νόμπελ Οικονομικών, ζητούν μέσω άρθρου γνώμης που δημοσιεύτηκε σήμερα, την εφαρμογή ενός ελάχιστου φόρου κατά των πολύ πλούσιων ανθρώπων στη Γαλλία, με βάση το πρότυπο του «φόρου Ζουκμάν», μια τροπολογία που καταψηφίστηκε από τη γαλλική Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο, καθώς το Παρίσι αναζητά έσοδα.
Με την εισαγωγή φόρου στους πολύ πλούσιους, «η Γαλλία έχει την ευκαιρία, για ακόμη μια φορά, να δείξει τον δρόμο στον υπόλοιπο κόσμο», γράφουν αυτοί οι Νομπελίστες σε άρθρο γνώμης στη Le Monde.
Ανάμεσά τους είναι οι βραβευμένοι με Νόμπελ Οικονομικών του 2024, Ντάρον Ατζέμογλου και Σάιμον Τζόνσον, οι βραβευμένοι με Νόμπελ του 2019, Εστέρ Ντυφλό, και Αμπιτζίτ Μπάνερτζι, οι βραβευμένοι με Νόμπελ του 2001, Τζορτζ Άκερλοφ και Τζόζεφ Στίγκλιτς, και ο βραβευμένος με Νόμπελ του 2008, Πολ Κρούγκμαν, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Αμερικανοί υπήκοοι.
Σύμφωνα με αυτούς τους διεθνώς αναγνωρισμένους οικονομολόγους, «οι πολύ πλούσιοι είναι ιδιαίτερα ευημερούντες στη Γαλλία. Οι δισεκατομμυριούχοι παγκοσμίως κατέχουν περιουσιακά στοιχεία ισοδύναμα με το 14% του ΑΕΠ του πλανήτη, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes. Γάλλοι (σ.σ. δισεκατομμυριούχοι) κατέχουν σχεδόν το 30% του ΑΕΠ της Γαλλίας».
Η φορολόγηση του πλούτου μέσω ενός ελάχιστου φόρου που εκφράζεται ως ποσοστό «είναι αποτελεσματική επειδή αντιμετωπίζει όλες τις μορφές βελτιστοποίησης, ανεξάρτητα από τη φύση τους», συνεχίζουν οι επτά Νομπελίστες οικονομολόγοι. «Στοχεύει επειδή επηρεάζει κυρίως, μεταξύ των πολύ πλούσιων φορολογουμένων, εκείνους που καταφεύγουν στη φορολογική βελτιστοποίηση».
Οι συντάκτες του άρθρου χαιρετίζουν επίσης τις διεθνείς συζητήσεις προς αυτή την κατεύθυνση και την πρόταση της G20 για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου φόρου στους δισεκατομμυριούχους ισοδύναμου με το 2% του πλούτου, πρόταση που απορρίφθηκε πέρυσι.
Ωστόσο, «το διεθνές κίνημα έχει ξεκινήσει», υποστηρίζουν, τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε την οριστικοποίηση μιας διεθνούς συμφωνίας. Αντιθέτως, πρέπει να εργαστούμε προς αυτήν την κατεύθυνση δίνοντας το παράδειγμα, όπως έχει κάνει η Γαλλία στο παρελθόν» με την εισαγωγή του ΦΠΑ το 1954.
Τον Ιούνιο η γαλλική Εθνοσυνέλευση απέρριψε την τροπολογία Ζουκμάν, που αντλούσε την έμπνευσή της από τον Γάλλο οικονομολόγο Γκαμπριέλ Ζουκμάν ο οποίος υποστηρίζει την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου στους δισεκατομμυριούχους, προβλέπει την επιβολή φόρου με συντελεστή 2% σε πολίτες των οποίων η περιουσία υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ.
Η τροπολογία αρχικά ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση και πρότεινε μια «διαφορετική συνεισφορά» που στοχεύει σε περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Στόχος ήταν να διασφαλιστεί ότι αυτοί οι πολύ πλούσιοι φορολογούμενοι να πληρώνουν τουλάχιστον το 2% του πλούτου τους σε φόρους και, ως εκ τούτου, να αποφευχθούν οι επιπτώσεις της φοροδιαφυγής που καταγράφεται στη φορολογική κατάσταση ορισμένων πολυεκατομμυριούχων, οι οποίοι είναι σε θέση να διαρθρώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να μειώσουν τα φορολογικά τους βάρη.
Αυτό το νομοσχέδιο πυροδότησε μια έντονη συζήτηση μεταξύ οικονομολόγων υπέρ του μέτρου και εκείνων που αντιτίθενται σθεναρά κατά αυτού.