Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός «ειδικού διαύλου επικοινωνίας» με τις κινεζικές αρχές για τη διασφάλιση της ομαλής ροής σπάνιων γαιών προς τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Η πρωτοβουλία, όπως ανέφερε ο Επίτροπος Εμπορίου Μάρος Σέφκοβιτς, στοχεύει να θωρακίσει την ευρωπαϊκή παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, ανεμογεννητριών και άλλων τεχνολογιών αιχμής που εξαρτώνται από τα πολύτιμα αυτά ορυκτά.
Η απόφαση αυτή έρχεται ως απάντηση στους ελέγχους που επέβαλε νωρίτερα φέτος το Πεκίνο στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, προκαλώντας έντονη ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι περιορισμοί αυτοί, αν και παρουσιάστηκαν ως μέτρο προστασίας των κινεζικών πόρων, ερμηνεύτηκαν από πολλούς ως εργαλείο γεωοικονομικής πίεσης, ένα ακόμη παράδειγμα της ικανότητας της Κίνας να χρησιμοποιεί τις αλυσίδες εφοδιασμού ως στρατηγικό όπλο.
Σύμφωνα με τον Σέφκοβιτς, μέσω του νέου μηχανισμού οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα έχουν προτεραιότητα στις αιτήσεις για άδειες εξαγωγής, με στόχο τη γρηγορότερη έγκρισή τους. Ωστόσο, το γεγονός ότι περίπου οι μισές από τις 2.000 αιτήσεις έχουν ήδη εγκριθεί, δείχνει πως ο «δίαυλος» λειτουργεί περισσότερο ως προσωρινό μπάλωμα παρά ως μακροπρόθεσμη λύση στο πρόβλημα της εξάρτησης από το Πεκίνο.
Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα θεμελιώδες δίλημμα: από τη μία επιδιώκει την πράσινη μετάβαση και την τεχνολογική αυτονομία, από την άλλη όμως παραμένει δέσμια των κινεζικών πρώτων υλών που καθιστούν αυτή τη μετάβαση δυνατή. Οι συζητήσεις για την ανάπτυξη ευρωπαϊκής παραγωγής σπάνιων γαιών, όπως στην Εσθονία, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά απέχουν πολύ από το να προσφέρουν άμεση απεξάρτηση.
Η Ουάσινγκτον, η οποία φέρεται να έχει ήδη εξασφαλίσει ευνοϊκές άδειες εξαγωγών από την Κίνα, πιέζει εδώ και καιρό την Ευρώπη να επενδύσει περισσότερο σε εναλλακτικές πηγές και συμμαχίες. Παρ’ όλα αυτά, οι Βρυξέλλες δείχνουν να επιλέγουν τον δρόμο του ρεαλισμού — ή, όπως θα έλεγαν οι επικριτές, της υποχωρητικότητας.
Η δημιουργία ενός «ειδικού διαύλου» μπορεί να διασφαλίζει τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, αλλά εγείρει ένα ευρύτερο ζήτημα στρατηγικής: πόσο αυτόνομη μπορεί να είναι μια ήπειρος που χρειάζεται άδεια από το Πεκίνο για να παράγει τις πράσινες τεχνολογίες του μέλλοντος;
Σε τελική ανάλυση, η ΕΕ καλείται να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να πορεύεται με ημίμετρα που διατηρούν την εξάρτηση από τρίτους ή αν θα τολμήσει να επενδύσει αποφασιστικά στην αυτάρκειά της — πριν οι κρίσιμες πρώτες ύλες μετατραπούν από οικονομικό εργαλείο σε πολιτικό μοχλό πίεσης.