Νίκη για τους εκπαιδευτικούς εικαστικών μαθημάτων έφερε η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε αντισυνταγματική την παράλειψή τους από το προσοντολόγιο του Δημοσίου, στερώντας τους μέχρι σήμερα τη δυνατότητα πρόσβασης σε θέσεις του δημόσιου τομέα.
Με τις αποφάσεις 1941–1942/2025, υπό την προεδρία του Μιχάλη Πικραμένου και εισηγήτρια τη Σταυρούλα Κτιστάκη, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μη πρόβλεψη ειδικής κατηγορίας στο π.δ. 85/2022 για τους αποφοίτους των Ανωτέρων Σχολών Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης —μεταξύ των κατηγοριών ΔΕ και ΤΕ ή ΠΕ— παραβιάζει τις παραγράφους 1 και 7 του άρθρου 16 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την προαγωγή της τέχνης.
Οι λόγοι της απόφασης
Το ΣτΕ έκρινε ότι ο νομοθέτης υποχρεούται να διακρίνει τους αποφοίτους των ανώτερων καλλιτεχνικών σχολών από εκείνους της δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς, σύμφωνα με τον ν. 1158/1981, οι σχολές αυτές χαρακτηρίστηκαν ρητά «ανώτερες» και εντάχθηκαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η εξομοίωση, λοιπόν, των τίτλων αυτών με απολυτήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παραβιάζει τη συνταγματική κατοχύρωση των ανώτερων καλλιτεχνικών σπουδών.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας έλαβαν υπόψη τους και τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους για την ανάπτυξη και προαγωγή της τέχνης, κρίνοντας ότι η ισότιμη μεταχείριση των εικαστικών αποφοίτων αποτελεί ουσιώδη όρο για τη στήριξη της καλλιτεχνικής παιδείας.
Τι σημαίνει πρακτικά η απόφαση
Η απόφαση της Ολομέλειας ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη των εικαστικών εκπαιδευτικών στο Δημόσιο με διακριτή κατηγορία προσόντων, αντίστοιχη με την ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης που παρέχουν οι σχολές τους.
Παράλληλα, δημιουργεί δεδικασμένο που αναμένεται να επηρεάσει και άλλους καλλιτεχνικούς κλάδους, επαναφέροντας στο προσκήνιο το ζήτημα της θεσμικής αναγνώρισης των σπουδών τέχνης στην Ελλάδα.