Χωρίς συνταγματικές παρατηρήσεις και προβληματισμούς είναι η έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής για την κυβερνητική τροπολογία, που στοχεύει να θέσει θεσμικό ανάχωμα στο κόμμα του καταδικασμένου για διεύθυνση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, Ηλία Κασιδιάρη.
Οι συντάκτες της έκθεσης συμφωνούν με την επιλογή της κυβέρνησης να εισάγει περιοριστικούς όρους για την λειτουργία των κομμάτων που σχετίζονται με εγκληματική δράση και καταδίκη για συγκεκριμένα αδικήματα και όχι με ιδεολογίες.
Ζητούν ωστόσο να γίνουν επιμέρους νομοτεχνικές διευκρινίσεις.
«Ευνόητο είναι ότι ο Άρειος Πάγος δεν καλείται να εκφέρει θετική κρίση περιέχουσα αξιολογήσεις ανήκουσες στην ελεύθερη δηµόσια σφαίρα, προκειµένου να διαπιστώσει αν πολιτικό κόµµα εξυπηρετεί το δηµοκρατικό πολίτευµα, αλλά αν σε συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν λόγοι, αναγόµενοι στη δράση προσώπων που έχουν καταδικασθεί για τα ανωτέρω αδικήµατα και στις αντίστοιχες ποινές, βάσει των οποίων συνάγεται ότι η δράση πολιτικού κόµµατος υπονοµεύει ή αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και, εποµένως, δεν είναι συµβατή µε αυτή. Σηµείο το οποίο χρήζει ανάλογης αποτύπωσης στο κείµενο του νόµου, ενόψει οριοθέτησης της σχετικής δικανικής κρίσης» σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Σε άλλο σημείο εξηγούν: «Το κρίσιµο στοιχείο, εν προκειµένω, δεν είναι η προσωπική απαξία όσων έχουν διαπράξει τα ως άνω εγκλήµατα και έχουν καταδικασθεί για αυτά, αλλά το ότι πολιτικά κόµµατα καταρτίζουν διά των εν λόγω προσώπων ή περιλαµβάνουν στους συνδυασµούς τους πρόσωπα που καλούνται, εκλεγόµενα, ενώ έχουν καταδικασθεί για εγκλήµατα µε πολιτειακή απαξία, να συµπράξουν στη λειτουργία του πολιτεύµατος. Εποµένως, η καταδίκη τους για αδικήµατα µε πολιτειακή απαξία, και στις ως άνω ποινές, θεµελιώνει ενδεχόµενη κρίση του Δικαστηρίου περί εναντίωσης πολιτικού κόµµατος στην ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε και να επιβεβαιωθεί ο κατάλογος των εν λόγω εγκληµάτων ως εγκληµάτων ενεχόντων πολιτειακή απαξία».
Αναλυτικά, το απόσπασμα της έκθεσης που αφορά την τροπολογία έχει ως εξής:
«11. Επί του άρθρου 87
Α. Σύµφωνα µε το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγµατος, «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωµα µπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συµµετέχουν σε πολιτικά κόµµατα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος».
Στοιχείο της ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύµατος και του πολυκοµµατισµού είναι ότι ο τρόπος µε τον οποίο τα πολιτικά κόµµατα υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, ο οποίος διαµορφώνεται από τους φορείς τους, αξιολογείται, προεχόντως, από τον λαό. Κατά την κρατούσα, εξ άλλου, θέση, δεν είναι επιτρεπτή η διάλυση πολιτικού κόµµατος που έχει νοµίµως ιδρυθεί (ΑΠ 590/2009).
Τα κόµµατα εισέρχονται και λειτουργούν τόσο στην πολιτική κοινωνία όσο και στο πολιτειακό επίπεδο σχηµατισµού της κρατικής θέλησης, η οποία υπόκειται στην αρχή της συνταγµατικής νοµιµότητας. Βασική πύλη εισόδου στο πολιτειακό επίπεδο είναι η συµµετοχή στις εθνικές εκλογές για την ανάδειξη της Βουλής, που αποτελεί το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό σώµα, του οποίου οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγµα (άρθρο 1 παρ. 3 Σ). Έτσι,
π.χ., οι βουλευτές, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, δίδουν όρκο πίστης στην πατρίδα και το δηµοκρατικό πολίτευµα (άρθρο 59 παρ. 1 Σ).
Εξ άλλου, η Πολιτεία υποχρεούται να διασφαλίζει, σε κάθε περίπτωση, την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας (άρθρο 52 Σ).
Στο πλαίσιο των ανωτέρω και των σχετικών προς αυτές συνταγµατικών ρυθµίσεων, ο νόµος 4804/2021 όρισε, στο άρθρο 93 (ρύθµιση που έχει ενσωµατωθεί στο άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012), ότι «[δ]ικαίωµα κατάρτισης συνδυασµού ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κοµµάτων έχουν όσα πολιτικά κόµµατα: α) ιδρύθηκαν νόµιµα, και β) ο πρόεδρος, ο γενικός γραµµατέας, τα µέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόµιµος εκπρόσωπ[ό]ς [τους]
δεν έχουν καταδικασθεί: βα) σε κάθειρξη για τα αδικήµατα των κεφαλαίων
1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή ββ) σε οποιαδήποτε ποινή
για εγκλήµατα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή
της ισόβιας κάθειρξης ή βγ) σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκηµα. Η αποστέρηση του δικαιώµατος κατάρτισης συνδυασµών, σύµφωνα µε την παρούσα περίπτωση, ισχύει για τη χρονική διάρκεια της επιβληθείσας ποινής.
Το χρονικό διάστηµα αποστέρησης του δικαιώµατος κατάρτισης συνδυασµών υπολογίζεται από την εποµένη της ηµέρας της οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή µη της ποινής ή η παραγραφή αυτής δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισµό του ανωτέρω χρονικού διαστήµατος».
Κατά το άρθρο 55 παρ. 1 του Συντάγµατος, πολίτης δεν µπορεί να στερηθεί το δικαίωµα του εκλέγεσθαι παρά µόνο αν έχει στερηθεί του δικαιώµατος του εκλέγειν και δεν διαθέτει το νόµιµο όριο ηλικίας. Του δικαιώµατος του εκλέγειν στερείται πολίτης, µεταξύ άλλων, συνεπεία ποινικής καταδίκης για ορισµένα εγκλήµατα, η οποία έχει καταστεί αµετάκλητη. Η στέρηση από πολίτη του δικαιώµατος του εκλέγεσθαι και η στέρηση, κατ’ εφαρµογήν του νόµου, από κόµµα δικαιωµάτων του σχετιζόµενων µε τη συµµετοχή του
στην εθνική αντιπροσωπεία τυγχάνουν, ως διαφορετικές νοµικές καταστάσεις, διαφορετικής νοµικής αντιµετώπισης. Στη δεύτερη περίπτωση, αντικειµενικά δεδοµένα, όπως, π.χ., καταδικαστικές αποφάσεις συγκεκριµένων προσώπων για εγκλήµατα που ενέχουν ιδιάζουσα πολιτειακή απαξία και τιµωρούνται µε αντίστοιχες ποινές, επιφέρουν ως συνέπεια, όσον αφορά τα πολιτικά κόµµατα, π.χ., την αναστολή χρηµατοδότησής τους (πβλ. και ΟλΣτΕ 518/2015, σκ. 9, όπου αναφέρονται και τα εξής: «[ό]πως έχει κριθεί, το Σύνταγµα δεν αποκλείει τη θέσπιση µε νόµο προϋποθέσεων για την παροχή κρατικής οικονοµικής ενίσχυσης των κοµµάτων, εφ’ όσον αυτές στηρίζονται σε κριτήρια αντικειµενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόµενου σκοπού, ο οποίος συνάπτεται µε την ύπαρξη κοµµάτων που αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάµεις, των οποίων η παρουσία στην πολιτική σκηνή είναι έκδηλη (ΣΕ 1862/85 Ολ., 993/88 Ολ., 1116/90, 2285/94, 3770/11, 3869/14). Περαιτέρω, δύναται ο νοµοθέτης, µέσα στα πλαίσια της
αρχής της αναλογικότητος και του σεβασµού του δικαιώµατος παροχής εννόµου προστασίας κατά το άρθ. 20 παρ. 1 του Συντάγµατος, να θεσπίζει αρνητικές προϋποθέσεις, οι οποίες κωλύουν την παροχή κρατικής οικονοµικής ενίσχυσης, όχι µόνο για λόγους αφορώντες τη διαχείριση της ενίσχυσης αυτής εκ µέρους του δικαιούχου κόµµατος (άρθρα 23 και 24 του Ν. 3023/2002),
αλλά και για λόγους ουσιαστικούς, συναρτώµενους προς την εν γένει δράση αυτού, η οποία, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγµατος οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Η ενδεχόµενη εµπλοκή µελών της ηγεσίας πολιτικού κόµµατος, τα οποία, δεδοµένης της φύσεως αυτού ως νοµικού προσώπου, (άρ. 29 παρ. 6 ν. 3023/2002) προδήλως καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τη δράση του, σε εγκληµατικές ενέργειες των άρθρων 187 και 187 Α του Ποινικού Κώδικα, αποτελεί, εν όψει της φύσεως των αδικηµάτων και της συνάρτησής τους προς την οµαλή λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, σοβαρό λόγο, ο οποίος καθιστά συνταγµατικώς ανεκτή την αναστολή της κρατικής οικονοµικής ενίσχυσης προς το εν λόγω πολιτικό κόµµα, δεδοµένου µάλιστα ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η αναστολή έχει προσωρινό χαρακτήρα, µέχρις ότου αποφανθούν αµετάκλητα τα κατά το Σύνταγµα αρµόδια ποινικά δικαστήρια, η δε επιβολή της δύναται να αµφισβητηθεί µε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ»).
Β. Με το προτεινόµενο άρθρο 87, η περίπτωση (β) του άρθρου 32 παρ. 1 π.δ. 26/2012 διευρύνεται, ώστε να καταλαµβάνει και την περίπτωση που η εν λόγω τυχόν καταδίκη αφορά όχι µόνο την καταστατική, αλλά και την πραγµατική ηγεσία κόµµατος. Έννοια την οποία η προτεινόµενη ρύθµιση προσδιορίζει.
Σηµειωτέον ότι ήδη το άρθρο 7Α παρ. 1 του ν. 3023/2002 (προστέθηκε στον ν. 3023/2002 µε το άρθρο 23 του ν. 4203/2013, ΦΕΚ Α΄ 235/01.11.2013) περιλαµβάνει την «πραγµατική διεύθυνση κόµµατος» µεταξύ των ιδιοτήτων των προσώπων, δίωξη και επιβολή προσωρινής κράτησης σε βάρος των οποίων άγει σε αναστολή χρηµατοδότησης του οικείου κόµµατος: «[σ]ε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, κατά του αρχηγού κόµµατος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής οµάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγµατική διεύθυνση κόµµατος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέµπτου των βουλευτών ή του ενός πέµπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέµπτου των µελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόµµατος ή συνασπισµού κοµµάτων, σύµφωνα µε το καταστατικό τους, για τα εγκλήµατα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηµατοδότηση και οικονοµική ενίσχυση µετά από απόφαση της Βουλής µε ονοµαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών. Η αναστολή µπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόµµατος στο οποίο ανήκουν ή στο όνοµα αυτού».
Περαιτέρω, µε το προτεινόµενο άρθρο 87 εισάγεται στο άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ. 26/2012 νέα περίπτωση (γ), µε την οποία προστίθεται ως προϋπόθεση για την κατάρτιση συνδυασµών, το πολιτικό κόµµα να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Για τη σχετική αξιολόγηση, λαµβάνεται υπόψη η τυχόν καταδίκη υποψηφίων βουλευτών, ιδρυτικών µελών ή διατελεσάντων προέδρων για τα αναφερόµενα στην προτεινόµενη ρύθµιση αδικήµατα, προβλέπεται δε ότι η συνδροµή των οικείων προϋποθέσεων ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το Α΄ Τµήµα (και δη το Α1 Τµήµα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4954/2022) του Αρείου Πάγου.
Επειδή, όπως προκύπτει από τον δηλούµενο σκοπό της προτεινόµενης ρύθµισης, η περίπτωση (γ) καταλαµβάνει πολιτικά κόµµατα των οποίων η δράση ηγετικών µελών δεν υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος (βλ. σελ. 4-5 της σχετικής Τροπολογίας µε αριθµό κατ. 1570/149/2.2.2023), ευνόητο είναι ότι ο Άρειος Πάγος δεν καλείται να εκφέρει θετική κρίση περιέχουσα αξιολογήσεις ανήκουσες στην ελεύθερη δηµόσια σφαίρα, προκειµένου να διαπιστώσει αν πολιτικό κόµµα εξυπηρετεί το δηµοκρατικό πολίτευµα, αλλά αν σε συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν λόγοι, αναγόµενοι στη δράση προσώπων που έχουν καταδικασθεί για τα ανωτέρω αδικήµατα και στις αντίστοιχες ποινές, βάσει των οποίων συνάγεται ότι η δράση πολιτικού κόµµατος υπονοµεύει ή αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος και, εποµένως, δεν είναι συµβατή µε αυτή. Σηµείο το οποίο χρήζει ανάλογης αποτύπωσης στο κείµενο του νόµου, ενόψει οριοθέτησης της σχετικής δικανικής κρίσης.
Επισηµαίνεται, ακόµη, ότι, στην περίπτωση του στοιχείου (β), προϋπόθεση του δικαιώµατος κατάρτισης συνδυασµών κόµµατος είναι η απουσία καταδίκης σε οποιονδήποτε βαθµό για τα οικεία αδικήµατα, και ότι στην περίπτωση του στοιχείου (γ), για την αξιολόγηση της συνδροµής της προϋπόθεσης µη εναντίωσης (κατ’ ορθή απόδοση του νοήµατος της εν λόγω προϋπόθεσης) στην ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, «λαµβάνεται υπ’ όψιν η καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθµό υποψηφίων βουλευτών κ.λπ.».
Το κρίσιµο στοιχείο, εν προκειµένω, δεν είναι η προσωπική απαξία όσων έχουν διαπράξει τα ως άνω εγκλήµατα και έχουν καταδικασθεί για αυτά, αλλά το ότι πολιτικά κόµµατα καταρτίζουν διά των εν λόγω προσώπων ή περιλαµβάνουν στους συνδυασµούς τους πρόσωπα που καλούνται, εκλεγόµενα, ενώ έχουν καταδικασθεί για εγκλήµατα µε πολιτειακή απαξία, να συµπράξουν στη λειτουργία του πολιτεύµατος. Εποµένως, η καταδίκη τους για αδικήµατα µε πολιτειακή απαξία, και στις ως άνω ποινές, θεµελιώνει ενδεχόµενη κρίση του Δικαστηρίου περί εναντίωσης πολιτικού κόµµατος στην ελεύθερη λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε και να επιβεβαιωθεί ο κατάλογος των εν λόγω εγκληµάτων ως εγκληµάτων ενεχόντων πολιτειακή απαξία.
Γ. Επίσης, επειδή η κρίση περί πραγµατικής ηγεσίας στην περίπτωση (β), όπως και η κρίση περί συνδροµής της περίπτωσης (γ), προϋποθέτουν εκτίµηση περί πραγµάτων, η προτεινόµενη ρύθµιση ορίζει ότι πολιτικά κόµµατα και εκλογείς έχουν το δικαίωµα υποβολής υποµνήµατος µε στοιχεία τεκµηρίωσης. Προς τον σκοπό διασφάλισης του δικαιώµατος αµύνης κόµµατος στο οποίο προσάπτεται ότι δεν πληροί τις εν λόγω ουσιαστικές προϋποθέσεις, θα ήταν πρόσφορο να προβλέπεται διαδικασία γνωστοποίησης των υποµνηµάτων που έχουν κατατεθεί και, αντίστοιχα, να παρέχεται δυνατότητα αντίκρουσής τους.
Επισηµαίνεται, περαιτέρω, ότι τα χρονικά όρια εντός των οποίων ενεργεί το Δικαστήριο είναι ιδιαιτέρως στενά, αν όχι ασφυκτικά (βλ. άρθρο 35 παρ. 1
του π.δ. 26/2012). Και ότι, κατά συνέπεια, θα έπρεπε, υπό το φως της νέας ρύθµισης, να διευρυνθούν τόσο προς διευκόλυνση των κοµµάτων όσο και, κυρίως, της δικανικής κρίσης.