Το ενδεχόμενο μιας ξαφνικής συμφωνίας ειρήνευσης στην Ουκρανία έφερε αναταράξεις σε έναν από τους πιο «καυτούς» κλάδους της Ευρώπης: την αμυντική βιομηχανία.
Οι μετοχές του ευρύτερου τομέα άμυνας έχουν εκτοξευθεί μέσα στο 2025, στηριζόμενες από τη δέσμευση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να αυξήσουν θεαματικά τις στρατιωτικές δαπάνες. Όμως οι πληροφορίες ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα επεξεργάζονται μυστικά ένα ειρηνευτικό σχέδιο, προκάλεσαν ένα κύμα αβεβαιότητας και μια διόλου αμελητέα διόρθωση στην αγορά.
Οι πιέσεις έγιναν ορατές: ο δείκτης Stoxx Europe Aerospace & Defense έχασε 3,8% από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη, πριν ανακάμψει πάνω από 2% την Πέμπτη. Παρά ταύτα, η συνολική άνοδος από την αρχή του έτους υπερβαίνει το 50%, καθώς οι παραγγελίες συσσωρεύονται σε ιστορικά επίπεδα και οι επιχειρήσεις εμφανίζουν ρεκόρ εσόδων.
Η «είδηση» που άλλαξε το κλίμα προήλθε από δημοσίευμα του Axios, σύμφωνα με το οποίο ΗΠΑ και Ρωσία εργάζονται σε σχέδιο ειρήνης, με ορισμένα μέσα να κάνουν λόγο για παραχώρηση ουκρανικών εδαφών.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει επανειλημμένα απορρίψει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Στο μεταξύ, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο προσπάθησε να χαμηλώσει τους τόνους, σημειώνοντας ότι «η επίτευξη μιας βιώσιμης ειρήνης απαιτεί δύσκολες αλλά αναγκαίες παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές».
Παρά τη μεταβλητότητα, οι αναλυτές εμφανίζονται καθησυχαστικοί. Ο Μάικλ Φιλντ της Morningstar υπογραμμίζει ότι το επενδυτικό αφήγημα της άμυνας είναι μακροπρόθεσμο: «Ακόμη κι αν η ειρήνη ερχόταν αύριο, μόνο η Γερμανία θα χρειαστεί μια δεκαετία για να αναπληρώσει τα αποθέματα που έστειλε στην Ουκρανία».
Με ευρωπαϊκές χώρες να έχουν διαθέσει πάνω από 65 δισ. ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια και τη Γερμανία να ηγείται με 17,7 δισ. ευρώ, ο κλάδος έχει εξασφαλισμένη ζήτηση για πολλά χρόνια.
Οι μεγάλοι παίκτες, όπως η Rheinmetall και η BAE Systems, φαίνεται να επωφελούνται από μια βαθιά, διαρθρωτική αλλαγή στον τρόπο που η Ευρώπη αντιλαμβάνεται την άμυνα.
«Υπάρχει μια τεράστια δομική δυναμική στον κλάδο», λέει ο Φιλντ. «Οι μετοχές παραμένουν ελκυστικές».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μπιλ Φάρμερ της Brown Gibbons Lang εκτιμά ότι ακόμη και μια συμφωνία ειρήνης θα προκαλούσε μόνο βραχυπρόθεσμη αναταραχή: «Τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ δεσμεύονται πλέον σε δαπάνες κοντά στο 5% του ΑΕΠ, για να αποτρέψουν μελλοντικές επιθετικές ενέργειες από Ρωσία, Ιράν ή Κίνα». Ακόμη και σε περίπτωση επιβράδυνσης νέων παραγγελιών, αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει επενδύσεις σε εκσυγχρονισμό και αυτοματοποίηση της παραγωγής.
Η Κλερ Τίτμαρς της Rathbones επισημαίνει ότι το αποτέλεσμα μιας πιθανής συμφωνίας εξαρτάται από τους όρους - αλλά δεν θεωρεί πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας.
Η απαίτηση για άμυνα και στρατηγική αυτονομία θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τα ταμεία των ευρωπαϊκών κολοσσών.
Με ή χωρίς ειρηνευτικό σχέδιο, ένα πράγμα μοιάζει σίγουρο: η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία δεν επιστρέφει σύντομα στα προπολεμικά επίπεδα. Οι επενδύσεις, οι αναβαθμίσεις και η ενίσχυση της τεχνολογίας δείχνουν ότι η έντονη άνθηση δεν αποτελεί παροδικό φαινόμενο, αλλά μια νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει την οικονομία και την ασφάλεια της ηπείρου.