Νέα ώθηση αλλά και αυξημένη επιτήρηση συγκεντρώνει το asset-backed finance (χρηματοδότηση μέσω τιτλοποίησης), μια αγορά που αναμένεται να αγγίξει τα 9 τρισ. δολάρια έως το 2029, καθώς η ταχεία εισροή κεφαλαίων φέρνει υψηλότερες αποδόσεις αλλά και εντεινόμενες ανησυχίες για την ποιότητα των εξασφαλίσεων.
Το asset-backed finance (ABF) αναδεικνύεται πλέον σε έναν από τους πιο δυναμικά αναπτυσσόμενους τομείς της ιδιωτικής πίστης, με τη χρεοκοπία της First Brands Group να στρέφει εκ νέου τα φώτα στην ποιότητα των εξασφαλίσεων και τη διαχείριση κινδύνου.
Στον πυρήνα του, το ABF βασίζεται σε δανεισμό έναντι συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ή ροής εσόδων, αντί της κλασικής αξιολόγησης χρηματορροών μιας εταιρείας. Η πρακτική αυτή έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με την KKR, η αγορά έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2008, ξεπερνώντας σήμερα τα 6 τρισ. δολάρια, μέγεθος μεγαλύτερο από τη συνδυαστική αξία της αγοράς συνδεδεμένων δανείων, high-yield ομολόγων και direct lending.
Η ίδια η KKR προβλέπει ότι η αγορά θα αγγίξει τα 9 τρισ. μέχρι το 2029, υπογραμμίζοντας πως, μετά την κυριαρχία του direct lending την προηγούμενη δεκαετία, το ABF αναλαμβάνει πλέον τον ρόλο της «νέας ατμομηχανής» της ιδιωτικής πίστωσης, προσφέροντας ελκυστικές αποδόσεις, διαφοροποίηση και τεράστια έκταση επενδυτικών ευκαιριών.
Η υπόσχεση μειωμένου ρίσκου και η πραγματικότητα
Το ABF συχνά προβάλλεται ως πιο ασφαλής επιλογή σε σχέση με το direct lending, χάρη στην ύπαρξη εξασφαλίσεων. Τράπεζες έχουν περιορίσει τη συμμετοχή τους μετά την κρίση, αλλά οι ιδιωτικοί δανειστές έχουν καλύψει το κενό.
Η πρακτική της συγκέντρωσης δανείων σε «δεξαμενές» καλύπτει μια μεγάλη γκάμα περιουσιακών στοιχείων: από απαιτήσεις πελατών και καταναλωτικά δάνεια, έως αεροσκάφη, αποθήκες, ακόμη και έσοδα από μουσικά δικαιώματα. Η λογική είναι η δημιουργία χαρτοφυλακίων με μεγαλύτερη διασπορά και, θεωρητικά, χαμηλότερο ρίσκο.
Ωστόσο, η ταχεία συσσώρευση κεφαλαίων έχει αρχίσει να δημιουργεί ρωγμές.
«Λασκαρισμένα» κριτήρια, «εξωτικά» εχέγγυα
Όπως σημειώνουν αρκετοί αναλυτές, η έντονη ζήτηση και η ανάγκη ταχείας τοποθέτησης κεφαλαίων έχουν οδηγήσει σε χαμηλότερα κριτήρια δανεισμού και σε όλο και πιο «εξωτικές» μορφές εξασφαλίσεων.
Η περίπτωση της First Brands αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η εταιρεία φέρεται να είχε δανειστεί έναντι των ίδιων απαιτήσεων από διαφορετικούς δανειστές, γεγονός που αναδείχθηκε μέσα από τις εν εξελίξει διαδικασίες πτώχευσης.
Μερικοί επενδυτές, μεταξύ τους ο όμιλος Apollo, είχαν εντοπίσει νωρίς τις αδυναμίες στο πιστωτικό προφίλ της εταιρείας και είχαν τοποθετηθεί πτωτικά. Άλλοι, όμως, δεν είδαν τα προειδοποιητικά σημάδια.
Ο Donald Clarke, πρόεδρος της Asset Based Lending Consultants, χαρακτηρίζει το ABF «υψηλού ρίσκου, υψηλής ανταμοιβής», προσθέτοντας ότι απαιτεί πολύ αυστηρότερη δέουσα επιμέλεια από τον κλασικό επιχειρηματικό δανεισμό.
«Το περιστατικό της First Brands ανέδειξε την έλλειψη επαρκούς ελέγχου από δανειστές -τράπεζες και μη τραπεζικούς- που έσπευσαν να τοποθετήσουν κεφάλαια», επισημαίνει. Η αξιολόγηση, όπως σημειώνει, πρέπει να καλύπτει όχι μόνο το επιχειρηματικό μοντέλο αλλά και τη φύση και τη ρευστοποιησιμότητα της κάθε εξασφάλισης.
Πού «πονάει» η αγορά και τι έρχεται
Με το ABF να επεκτείνεται τόσο γρήγορα και τα δισεκατομμύρια να εισρέουν σε private credit οχήματα, οι αναλυτές αναμένουν περισσότερα προβληματικά δάνεια, ιδιαίτερα σε περίπτωση επιδείνωσης του πιστωτικού κύκλου.
Όπως τονίζει ο Clarke, η «κούρσα τοποθέτησης» πρέπει να συμβαδίσει με ουσιαστικότερο έλεγχο και σαφέστερη κατανόηση του collateral. «Όπου υπάρχουν πολλά χρήματα για δανεισμό, υπάρχουν και πολλά χρήματα να χαθούν», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Στον κόσμο των ιδιωτικών αγορών, όπου η ταχύτητα της ανάπτυξης συχνά προηγείται της θεσμικής ωρίμανσης, η αγορά του ABF καλείται πλέον να αποδείξει ότι μπορεί να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στην απόδοση και τη σύνεση, μια ισορροπία που θα δοκιμαστεί έντονα τα επόμενα χρόνια.