Την Δευτέρα ανακοινώνει η ΕΛΣΤΑΤ προσωρινές εκτιμήσεις για το ΑΕΠ τρίτου τριμήνου, αλλά τα διαθέσιμα στοιχεία και εκτιμήσεις παραπέμπουν ήδη σε ευχάριστη έκπληξη για το 2016, δηλαδή στο πέρασμα σε, έστω οριακά θετικό ποσοστό μεταβολής του εγχώριου προϊόντος, σε αντίθεση με τις επίσημες προβλέψεις για οριακή ύφεση.
Η μεγάλη αύξηση εξαγωγών, κατά 12%, που καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο από την ΕΛΣΤΑΤ, με την οποία καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό το χαμένο έδαφος των προηγούμενων μηνών τροφοδοτεί τις ελπίδες για την ευχάριστη έκπληξη, ενώ μελέτη της Eurobank καταλήγει στην εκτίμηση ότι ήδη από το τρίτο τρίμηνο η οικονομία πέρασε σε αναπτυξιακό ρυθμό όχι μόνο με βάση τη μεταβολή από τρίμηνο σε τρίμηνο, όπως συνέβαινε ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, αλλά και σε 12μηνη βάση.
Αναθεωρώντας τις προβλέψεις της, η Eurobank "βλέπει" πλέον ότι η οικονομία μπορεί να "μηδενίσει το κοντέρ", δηλαδή να κλείσει το 2016 με μηδενικό ποσοστό μεταβολής του ΑΕΠ, έναντι προηγούμενων προβλέψεων για συρρίκνωση. Πάντως, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης "βλέπει", με βάση τα στοιχεία που έχει διαθέσιμα, ότι το ποσοστό μεταβολής μπορεί να είναι οριακά θετικό, αν και αποφεύγει προς το παρόν να αναθεωρήσει επίσημα τις πρηγούμενες προβλέψεις του για οριακή ύφεση.
Σε κυκλικά προσαρμοσμένους όρους, εκτιμούν οι αναλυτές της Eurobank, η μέση εκτίμηση των οικονομετρικών υποδειγμάτων υποδηλώνει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά περίπου 0,2% το γ' τρίμηνο του έτους σε σχέση με το β' τρίμηνο, με τον αντίστοιχο ρυθμό ετήσιας μεταβολής (δηλ. σε σύγκριση με το γ' τρίμηνο του 2015) να διαμορφώνεται σε περίπου +0,4%.
Οι δε βραχυπρόθεσμες (προκαταρκτικές) προβλέψεις των εν λόγω υποδειγμάτων υποδηλώνουν διατήρηση μικρού θετικού ρυθμού ανάπτυξης και το δ' τρίμηνο του 2016, με τον αντίστοιχο ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το σύνολο του έτους να διαμορφώνεται μεταξύ -0,3% και 0,0%. Σημειώνεται ότι η προγενέστερη πρόβλεψή μας για το 2016 ήταν -0,5% (Σεπτ. 2016).
Επιπροσθέτως, η στατιστική επίδραση βάσης (carryover) στον πραγματικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται ελαφρώς θετική (περίπου 0,2 ποσοστιαίες μονάδες) το επόμενο έτος, έναντι αρνητικής επίδρασης (περίπου -0,4 ποσοστιαίες μονάδες) το 2016.
Όπως επισημαίνει η Eurobank, οι εκτιμήσεις και προβλέψεις που παρουσιάζονται στη μελέτη θα πρέπει να θεωρηθούν προκαταρτικές (και, δυνητικά, υποκείμενες σε σημαντικές αναθεωρήσεις) καθώς: α) σημαντικός αριθμός μακροοικονομικών στοιχείων που αντιστοιχούν στο γ' τρίμηνο του έτους αναμένεται να δημοσιευθούν τις επόμενες εβδομάδες, β) η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και γ) η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) αναμένεται να δημοσιεύσει το αμέσως επόμενο διάστημα αναθεωρήσεις στα προγενέστερα τριμηνιαία στοιχεία των εθνικών λογαριασμών.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του υφιστάμενου προγράμματος προσαρμογής και η επανεκκίνηση της χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου από τους πιστωτές του επίσημου τομέα έχουν συμβάλει στη σταδιακή ομαλοποίηση του εγχώριου οικονομικού κλίματος (υψηλό 19 μηνών τον Οκτώβριο 2016) μετά τις δραματικές εξελίξεις της καλοκαιρινής περιόδου του 2015. Κατά συνέπεια, η επιτυχής ολοκλήρωση και της 2ης αξιολόγησης χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις, η οποία θα μπορούσε να πυροδοτήσει σειρά θετικών εξελίξεων το αμέσως επόμενο διάστημα (όπως π.χ. ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ από τις αρχές του επόμενου έτους), κρίνεται αναγκαία συνθήκη για τη συνέχιση της σταδιακής ανάκαμψης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα τρίμηνα.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της παρούσας κατάστασης στην ελληνική οικονομία είναι η ύπαρξη μεγάλου αποθέματος ανεκμετάλλευτων πόρων -για παράδειγμα πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας (23,2% τον Ιούλιο 2016) και υποεκμετάλλευση φυσικού κεφαλαίου-, τότε δύναται να υποστηριχτεί ότι μια περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού κλίματος (π.χ. λόγω έγκαιρης ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης) μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης και ως εκ τούτου σε σχετικά υψηλότερη παραγωγή - εισόδημα σε σύγκριση με μια οικονομία που βρίσκεται σε καθεστώς «πλήρους» εκμετάλλευσης των παραγωγικών της συντελεστών. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε, σημειώνει η Eurobank, ότι ο εν λόγω συλλογισμός αφορά κυρίως στη βραχυχρόνια περίοδο.
Στη μακροχρόνια περίοδο, κυρίαρχος είναι ο ρόλος της προσφοράς. Γίνεται αντιληπτό ότι η αποτελεσματική εφαρμογή του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και η ενίσχυση της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής δύναται να έχουν διττή θετική επίδραση στην οικονομία: 1ον στη βραχυχρόνια περίοδο μέσω ενίσχυσης των επιχειρηματικών προσδοκιών μπορούν να οδηγήσουν σε βελτίωση του οικονομικού κλίματος, αύξηση της ζήτησης και της παραγωγής και 2ον στη μακροχρόνια περίοδο μέσω της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν το πρόγραμμα μπορούν να έχουν θετική συνεισφορά στην παραγωγικότητα και ως εκ τούτου στο ρυθμό μεγέθυνσης του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας. Η πορεία του τελευταίου θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους.