Στο φινάλε της τέταρτης σεζόν του"The Bear", ο Καρμί (Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ) αποσύρει το μερίδιό του από το εστιατόριο και ανακοινώνει πως αποχωρεί οριστικά από τον χώρο της μαγειρικής. Μπορεί κανείς να το δει είτε ως πράξη θυσίας, είτε ως ώριμη εξέλιξη: παραδέχεται ότι όλη του η δουλειά συνδέεται άρρηκτα με το οικογενειακό του τραύμα και παραχωρεί το μερίδιό του στον Ρίτσι, αφήνοντας τον ξάδερφό του, τη Σάνον και τη συνεργάτιδα του εστιατορίου Σίντνεϊ ως τρεις νέους ιδιοκτήτες.
Για μια σειρά που έχει αφιερώσει τέσσερις σεζόν στο να εξερευνά την διπλή φύση της κακοποίησης και της ανθεκτικότητας μέσα στις τοξικές κουζίνες των αμερικανικών εστιατορίων, η κίνηση αυτή είναι ριψοκίνδυνη. Μέσα από την επιλογή του Καρμί, όμως, το "The Bear" αποτυπώνει όχι μόνο πώς χρησιμοποιούμε τη δουλειά για να διαχειριστούμε, να ξεφύγουμε ή να θάψουμε το τραύμα μας, αλλά και πώς με αυτόν τον τρόπο μπορεί να καταστρέψουμε τον εαυτό μας, τη δουλειά μας και τις σχέσεις μας, κάνοντας αυτό που αγαπάμε.
Αυτή δεν είναι μια καινούργια θεματική για τη σειρά, που έχει εξερευνήσει σε βάθος την καταστροφική φύση του πάθους — προκαλώντας παράλληλα ένα κύμα άρθρων για τα προβλήματα της εστίασης.
Το στοιχείο που έκανε το «The Bear» από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της τηλεόρασης είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί την επαγγελματική κουζίνα για να μιλήσει για ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο: τα τοξικά εργασιακά περιβάλλοντα και την ψυχική υγεία.
Στις ΗΠΑ, οι άνθρωποι περνούν περίπου το ένα τρίτο της ζωής τους στη δουλειά (στην Ελλάδα και περισσότερο...) και για πολλούς αυτή η δουλειά είναι το βασικό μέτρο αξιολόγησης της προσωπικής αξίας.
Αν η εργασία προσφέρει χαρά, επιτυχία ή αίσθηση ολοκλήρωσης, τότε θεωρείται ότι «πάει καλά», σωστά; Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη σε μια κοινωνία όπου εργαζόμενοι τόσο σε υψηλόβαθμες, όσο και σε χαμηλόβαθμες θέσεις δουλεύουν περισσότερο από ποτέ, ενώ αντιμετωπίζουν στασιμότητα αποδοχών, λιγότερες προαγωγές και αυξανόμενο κόστος ζωής.
Ταυτόχρονα, η δουλειά διεισδύει ολοένα περισσότερο στην προσωπική ζωή. Τα σπίτια γίνονται γραφεία και τα προσωπικά μας μέσα κατακλύζονται από emails και μηνύματα ακόμα και εκτός ωραρίου.
Το να ξεφύγεις από τη δουλειά γίνεται ολοένα πιο δύσκολο και η ψυχολογική και σωματική κόπωση των Αμερικανών εργαζομένων αυξάνεται, αφήνοντας την ισορροπία δουλειάς-ζωής στα αζήτητα. Για όσους δεν διαθέτουν υγιείς μηχανισμούς διαχείρισης του τραύματος, η καταβύθιση στη δουλειά είναι μια ελκυστική «λύση».
Όλοι γνωρίζουν πόσο έντονος είναι ο ρυθμός στην κουζίνα του Καρμί και πόσο εμμονικός είναι με το να ανασχεδιάζει το καθημερινό μενού του "The Bear", μια ατέρμονη προσπάθεια που δημιουργεί ασύλληπτες απαιτήσεις και στόχους, αφήνοντας ελάχιστο χρόνο για να επεξεργαστεί τα συναισθήματα.
Αντί να αντιμετωπίζεις όσα σε βαραίνουν, τα σωρεύεις, αποσπάς την προσοχή σου μέσα από τη δουλειά και δικαιολογείς τα πάντα με τις στιγμές επιτυχίας. Στο μεταξύ, υπονομεύεις τον ύπνο, τη διατροφή, τις σχέσεις και τα ενδιαφέροντά σου, με αποτέλεσμα να γίνεσαι συναισθηματικά ασταθής, παίζοντας ανάμεσα σε μανία, εξάντληση, αποστασιοποίηση, άγχος και υπερδιέγερση.
Η αυτοκαταστροφή για μια δουλειά που χρειάζεσαι αλλά μισείς, εγκλωβισμένος σε έναν κύκλο επιβίωσης και ευθύνης, δεν είναι το ίδιο με το να διαλέξεις μια δουλειά που αγαπάς, αλλά τελικά σε πληγώνει.
Συγκλονιστικά είναι τα όσα μοιράζεται σε σχετικό άρθρο της η δημοσιογράφος του The Hollywood Reportr, Abbey White, σχολιάζοντας το θέμα:
Ως κάποιος που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, ξέρω πως κάποιοι αγαπούν τη δουλειά που δεν τους αγαπάει πίσω — και υπάρχει λόγος γι’ αυτό. Όταν ήμουν 25, η μητέρα μου πέθανε στα 51 επειδή δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει. Επίσημα, η αιτία ήταν νεφρική ανεπάρκεια, μετά από σειρά αθεράπευτων προβλημάτων και επειγόντων περιστατικών που επιδεινώθηκαν από το γεγονός πως ήταν μονογονέας και εργαζόταν πάνω από 40 ώρες την εβδομάδα σε ένα τοξικό και κακοποιητικό περιβάλλον. Ακόμα κι όταν αρρώστησε σοβαρά και όλοι της ζητούσαν να βγει πρόωρη σύνταξη, εκείνη δεν σταμάτησε. Ρωτήστε όσους τη γνώριζαν — θα σας πουν γιατί: αγαπούσε τη δουλειά της.
Οι περίπλοκες σχέσεις του Καρμί με τη δουλειά και το αλκοόλ είναι μάλλον μάθηση από τη μητέρα του, Ντόνα (Jamie Lee Curtis) και κάτι που οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ως μηχανισμό αντιμετώπισης. Εγώ ακολούθησα τη μητέρα μου στον δρόμο της όπλισης της εργασίας για να βρω προσωρινή ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο της απώλειάς της. Στην κουλτούρα μας, η υπερβολική αφοσίωση στη δουλειά θεωρείται αρετή, αλλά όπως και η εθιστική συμπεριφορά, μπορεί να καταστρέψει. Δεν είμαι σίγουρη αν θα το είχα καταλάβει, αν δεν έχανα τόσο γρήγορα τα πάντα: φίλους, χρόνο με την οικογένεια, αλλά και την ψυχική και σωματική υγεία, ακόμα και το κίνητρο να κάνω αυτό που δήθεν αγαπούσα.
Από την πρώτη σεζόν του "The Bear" ο Καρμί τρέχει ενάντια στο χρόνο — για να σώσει το εστιατόριο, να το ξανανοίξει, να το κάνει κερδοφόρο, να αποτρέψει την κατάρρευσή του. Με κάθε νέο στόχο ή απαίτηση, σπρώχνει τον εαυτό του και την κουζίνα του πιο πέρα, φτάνοντας συχνά σε επιτυχίες, μέχρι το «παραλίγο να τα καταφέρουμε». Αυτό όμως έχει αφήσει και μια αλυσίδα τραυμάτων, από τον ατελείωτο επαγγελματικό χαμό, με λιγότερο χρόνο και ενέργεια να θεραπεύσει τα παλιά τραύματα της οικογένειας.
Και αυτή είναι όλη η ουσία. Ο Καρμί αφιέρωσε τον εαυτό του στην καριέρα και στο "The Bear»", όχι μόνο γιατί είναι πιο εύκολο να εξηγήσεις πώς καταστράφηκες για κάτι που αγαπάς, αλλά γιατί το να μεταμορφώσεις το εστιατόριο του αδερφού σου που πέθανε, σε επιτυχία προς τιμήν του, είναι πιο εύκολο από το να κοιτάξεις στα μάτια το γιατί εγκατέλειψες εσένα και την οικογένειά σου εξαρχής.
Αυτός είναι και ο λόγος που η απόφασή του να αποχωρήσει από το "The Bear" δεν είναι απλά ένας αποτρεπτικός μηχανισμός. Είναι ένδειξη ανθεκτικότητας. Για να ξεφύγει από το μονοπάτι της ολοκληρωτικής καταστροφής αυτού που αγαπάει αυτός και η ομάδα του, ο Καρμί πρέπει να αποδεχτεί ότι η ανάπτυξη και η ίαση δεν προέρχονται πάντα από το να πιέζεις τον εαυτό σου να αντέξει.
Όσο και να προσπαθείς να βάλεις αντικείμενα ή ανθρώπους ανάμεσα σε εσένα και "την αρκούδα", δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα μακριά της. Δεν μπορείς να τρέχεις μακριά από το τραύμα σου. Χρειάζεται να σταματήσεις, να κατέβεις από "τη ρόδα του χάμστερ" και να το κοιτάξεις κατάματα.