Σε φιάσκο κατέληξε το φιλόδοξο πρόγραμμα για εγγυημένα δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις, που έχει «οπλοστάσιο» 450 εκατ. ευρώ για παροχή εγγυήσεων, αλλά το έχουν αξιοποιήσει ελάχιστες επιχειρήσεις. Όπως εκτιμούν τα στελέχη των τραπεζών, οι μικρές επιχειρήσεις άφησαν στο... ράφι το πρόγραμμα για τα φθηνά δάνεια, κυρίως επειδή κάλυψαν τις ανάγκες τους για ρευστότητα με την επιστρεπτέα προκαταβολή, ένα πρόγραμμα που αποδείχθηκε άκρως επιτυχημένο και πρόσφερε το ένα τέταρτο της συνολικής ρευστότητας που διοχετεύθηκε στην οικονομία στη διάρκεια της πανδημίας.
Παρότι οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν σε κατάσταση... αποκλεισμού από το τραπεζικό σύστημα, το εγγυοδοτικό πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας ειδικά για αυτή την κατηγορία επιχειρήσεων έχει αποτύχει, όπως αναγνώρισε σήμερα στη Βουλή ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης. Όπως είπε, πρόκειται για το «μακράν πιο αποτυχημένο πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας», καθώς έχουν χορηγηθεί λιγότερα από 1.500 δάνεια.
Όπως ανέφερε ο κ. Γεωργιάδης, «με δική μου παρέμβαση, όταν είδαμε ότι στα μεγάλα μας εγγυοδοτικά προγράμματα εξαντλούντο γρήγορα τα χρήματα στους μεγάλους πελάτες αλλά δεν πηγαίνανε οι τράπεζες στους μικρούς, με προσωπική μου απόφαση έβγαλα ένα πρόγραμμα 450 εκατομμυρίων ευρώ, όπου έβαλα όριο ότι το κάθε δάνειο δεν μπορούσε να είναι άνω των 50.000 ευρώ. Εγγυημένο στο 80%. Για να αναγκάσω τις τράπεζες, αν θέλουν να πάρουν αυτά τα λεφτά, να ασχοληθούν με τους μικρούς. Οφείλω να σας το πω γιατί πρέπει να ξέρετε την αλήθεια: Ήταν μακράν το πιο αποτυχημένο πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Δόθηκαν ούτε 1500 δάνεια. Πριν από λίγες μέρες ψηφίσαμε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αναπτυξιακής Τράπεζας την αύξηση του ορίου από τα 50.000 στα 250.000 ευρώ για να μην κάθονται τα λεφτά. Ακόμα και με αυτή τη συνθήκη, πάλι δεν δόθηκαν τα δάνεια με το 80% εγγύηση και την πίεση να πάνε στους πολύ μικρούς».
Από την πλευρά των τραπεζών, έχει κατ' επανάληψη, στις συζητήσεις που έγιναν από το καλοκαίρι με την κυβέρνηση, εξηγηθεί ότι δεν είναι ευθύνονται οι ίδιες για την αποτυχία του προγράμματος. Όπως έχουν αναφέρει τραπεζικά στελέχη σε συναντήσεις που έγιναν με τον υπουργό Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρα οι τράπεζες έκαναν προσπάθεια να προωθήσουν τα εγγυημένα δάνεια στην πελατεία τους. Εκτός από τις επιχειρήσεις που δεν πληρούσαν τα κριτήρια, επειδή, για παράδειγμα, είχαν κόκκινα δάνεια, ακόμη και οι επιχειρήσεις και επαγγελματίες που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν είπαν «όχι, ευχαριστώ», δηλώνοντας ότι είχαν καλύψει τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες και δεν χρειάζονταν δάνειο.
Πίσω από αυτή την αποτυχία του προγράμματος για τα εγγυημένα δάνεια, όπως λένε τα στελέχη των τραπεζών, κρύβεται μια μεγάλη επιτυχία: του προγράμματος για την επιστρεπτέα προκαταβολή, το οποίο αξιοποίησαν σε μεγάλο βαθμό οι μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, καθώς είχε πολύ πιο «ευέλικτους» όρους από οποιοδήποτε πρόγραμμα τραπεζικής χρηματοδότησης και στην πορεία της εφαρμογής του μετατράπηκε, εν μέρει, σε πρόγραμμα επιδότησης, με κούρεμα του κεφαλαίου που πρέπει να επιστρέψουν οι επιχειρήσεις.
Τα στατιστικά που παρουσίασε την Τετάρτη στη Βουλή ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, αποκαλύπτουν ότι το κράτος έγινε, στη διάρκεια της πανδημίας, ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες της οικονομίας, καθώς σε σύνολο χρηματοδοτήσεων από όλες τις πηγές (τράπεζες, διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, κράτος) που έφθασαν τα 34,2 δισ. ευρώ στη διάρκεια της πανδημίας, τα 8,3 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν 25%, προήλθαν από την επιστρεπτέα προκαταβολή.
Πάντως, η χρηματοδότηση προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν παύει να είναι ανεπαρκής, όπως αναγνώρισε ο Δ. Μαλλιαρόπουλος, εξηγώντας ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στον υψηλό πιστωτικό κίνδυνο αυτής της κατηγορίας επιχειρήσεων, κάτι που μπορεί να ξεπερασθεί με κρατική παρέμβαση, ώστε να επιμεριστεί ο κίνδυνος ανάμεσα σε κράτος και τράπεζες, με την αξιοποίηση και τον πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με τον κ. Μαλλιαρόπουλο,
- Η χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ενισχυμένη τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ενδεχομένως όχι επαρκώς για τις μικρομεσαίες και ιδιαίτερα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η εξέλιξη αυτή εξηγείται από αντικειμενικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν τη χρηματοδότηση δεδομένων των παραμέτρων του πιστωτικού κινδύνου και της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ιδίως σε περίοδο υψηλής αβεβαιότητας λόγω της πανδημίας, της έλλειψης ικανού αριθμού βιώσιμων επενδυτικών σχεδίων, αλλά και της αυξημένης ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα που καθιστά τη ζήτηση για νέο δανεισμό λιγότερο επιτακτική.
- Η περαιτέρω ενίσχυση της χρηματοδότησης θα εξαρτηθεί, από την πλευρά της προσφοράς, από τη δυνατότητα των τραπεζών να διοχετεύσουν περισσότερους πόρους στην οικονομία λαμβάνοντας υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο, την κεφαλαιακή τους επάρκεια και τις αβεβαιότητες στην οικονομία (εξέλιξη της πανδημίας, ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, πληθωρισμός, κόστος δανεισμού κ.λπ.) και, από την πλευρά της ζήτησης, από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
- Σημαντική ώθηση στην τραπεζική χρηματοδότηση αναμένεται με την έναρξη αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένα σημαντικό δίδαγμα της πανδημίας είναι ότι όταν δημιουργείται επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, η πιστωτική επέκταση επιταχύνεται σημαντικά. Ο επιμερισμός κινδύνου επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν και στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης, συνεπώς λειτουργεί θετικά τόσο από τη μεριά της προσφοράς όσο και από τη μεριά της ζήτησης. Το δίδαγμα αυτό είναι σημαντικό για το μέλλον της τραπεζικής χρηματοδότησης. Δεδομένου ότι το ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου -- ιδιαίτερα μικρομεσαίων επιχειρήσεων -- θα παραμείνει υψηλό στο προσεχές διάστημα, ο επιμερισμός κινδύνου μέσω των χαμηλότοκων δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Εκτίμηση καθαρών και ακαθάριστων ροών χρηματοδότησης
προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανά πηγή χρηματοδότησης
(ποσά σε δισεκ. ευρώ) |
2020 |
Ιαν.-Αυγ. 2021 |
|
|
|||
ΜΧΕ |
6,7 |
-0,1 |
|
Προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις |
2,2 |
0,1 |
|
Προς μεγάλες επιχειρήσεις |
4,5 |
-0,2 |
|
Ελεύθ. επαγ/τίες και ατομικές επιχειρήσεις |
0,2 |
0,1 |
|
Νοικοκυριά |
-1,7 |
-1,1 |
|
Στεγαστικά |
-1,4 |
-1,0 |
|
Καταναλωτικά και λοιπά |
-0,3 |
-0,1 |
|
|
|||
MXE |
16,2 |
5,6 |
|
Προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις |
6,0 |
2,3 |
|
Προς μεγάλες επιχειρήσεις |
10,2 |
3,3 |
|
ΜΧΕ (συμπ. ελεύθ. επαγ/τίες και ατομικές επιχ/σεις) |
17,4 |
6,0 |
|
Τράπεζες με τη συνδρομή ΕΑΤ |
6,5 |
1,3 |
|
Τράπεζες με τη συνδρομή ΕΙΒ, EIF |
1,0 |
0,9 |
|
Τράπεζες χωρίς τη συνδρομή χρηματοδοτικών εργαλείων |
9,9 |
3,8 |
|
Νοικοκυριά |
1,5 |
1,1 |
|
Στεγαστικά |
0,7 |
0,5 |
|
Καταναλωτικά και λοιπά |
0,8 |
0,6 |
|
|
1,5 |
1,0 |
|
|
5,5 |
2,8 |
|
Σύνολο ΙΙ, ΙΙΙ και IV προς Επιχειρήσεις |
24,4 |
9,8 |