Συνέχιση της ισχυρής ανάκαμψης αλλά και σημαντικές αβεβαιότητες που προκύπτουν από τις αδυναμίες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και την εξέλιξη της πανδημίας, «βλέπει» το Γραφείο Προϋπολογισμό της Βουλής για την ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και στο τρίτο τρίμηνο του έτους με υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης 13,4%, αποκαθιστώντας το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του προηγούμενου έτους. Παράλληλα, σημειώνεται αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας ενώ περιορίζεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) καταγράφει σημαντική αύξηση, στο 4% τον Νοέμβριο του 2021, προερχόμενος κατά κύριο λόγο από το κόστος ενέργειας και η εξέλιξή του παραμένει αβέβαιη. Οι βραχυχρόνιοι δείκτες, τέλος, καταγράφουν θετικές προσδοκίες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.
Στα δημόσια οικονομικά, τα στοιχεία του δεκαμήνου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2021 δείχνουν μια λίγο καλύτερη εικόνα σε σχέση με το προηγούμενο έτος που, εφόσον διατηρηθεί – και σε συνδυασμό με το υψηλότερο ΑΕΠ – ενδέχεται να οδηγήσει σε μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα το 2021 από όσο προβλέπεται στον Προϋπολογισμό του 2022. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρότι σημαντικά αυξημένο, διατηρεί το ευνοϊκό προφίλ αποπληρωμών και η χρηματοδότησή του εξακολουθεί να γίνεται με ευνοϊκούς όρους. Παράλληλα έχει δρομολογηθεί η πλήρης εξόφληση του χρέους προς το ΔΝΤ και η μερική εξόφληση του διακρατικού χρέους (GLF).
Οι αβεβαιότητες από την πανδημία και την εμβολιαστική κάλυψη
Παρά τη θετική εικόνα υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τους επόμενους μήνες. Η νέα μετάλλαξη του κορωνοϊού, η σχετικά χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού και, κυρίως, οι αδυναμίες στο σύστημα υγείας σε υποδομές και προσωπικό που έχουν οδηγήσει σε διπλάσια θνησιμότητα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αυξάνουν την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας και την επίπτωσή της στην οικονομική δραστηριότητα.
Επιπρόσθετα, τον Μάρτιο του 2022 αναμένεται η λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP). Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να διατηρήσει τις επαναγορές τίτλων που λήγουν μέχρι το 2024 καθώς και η δυνατότητα αντικατάστασης τίτλων άλλων κρατών με τίτλους ελληνικού δημοσίου, δημιουργούν συνθήκες ομαλής μετάβασης μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος που πρέπει όμως να αξιοποιηθούν επαρκώς με την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής σε περίπτωση διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων (η ΕΚΤ αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2022 από 1,7% σε 3,2%). Σημειώνεται ακόμα ότι από το 2023 θα τεθεί σε εφαρμογή το υπό αναθεώρηση Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα προδιαγράφει μια πορεία αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας και θα επαναφέρει δημοσιονομικούς περιορισμούς που είχαν ανασταλεί.
Με δεδομένες αυτές τις αβεβαιότητες, διαμορφώνεται ένα αρκετά ρευστό εξωτερικό περιβάλλον εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία στα επόμενα έτη και ο ρόλος της οικονομικής πολιτικής αναμένεται να είναι κρίσιμος στον καθορισμό των ρυθμών μεγέθυνσης. Ο Προϋπολογισμός του 2022 προβλέπει σημαντική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος (1,4% έναντι εκτίμησης 7% για το 2021, σε όρους ESA) που θα προέλθει από τη μερική απόσυρση των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά αναλογούσαν σε περίπου 9% του ΑΕΠ ετησίως για το 2020 και 2021 και θα περιοριστούν σε 2,2% του ΑΕΠ για το 2022. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι μια δυσμενής εξέλιξη της πανδημίας καθώς και μια συνέχιση των αυξήσεων του κόστους ενέργειας μπορεί να προκαλέσει πρόσθετες δημοσιονομικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν την έκταση της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η εξαγγελία πρόσθετων μέτρων κάλυψης του αυξημένου κόστους ενέργειας, λίγο πριν την ψήφιση του Προϋπολογισμού, είναι ενδεικτική.
Σημειώνει πως η δημοσιονομική προσαρμογή που προβλέπει ο προϋπολογισμός δεν αναμένεται να έχει αρνητική επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης εφόσον εξομαλυνθεί επαρκώς η οικονομική δραστηριότητα και αξιοποιηθούν αποτελεσματικά οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι το σημαντικότερο αναπτυξιακό εργαλείο των επόμενων ετών και μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά τόσο στους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς μεγέθυνσης (ως δαπάνη) όσο και στη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας με τη δημιουργία δημόσιων υποδομών που αυξάνουν την παραγωγικότητα αναβαθμίζοντας τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τις οργανωτικές μορφές των επιχειρήσεων καθώς και τις εργασιακές δεξιότητες των απασχολούμενων.
Υπενθυμίζει ωστόσο ότι η αξιοποίησή του δεν εξαντλείται στην απορρόφηση των προβλεπόμενων πόρων αλλά εξαρτάται από την αποτελεσματική κατανομή τους.
Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και η εξέλιξη της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στη διάρκεια του 2019 καταγράφηκε οριακή μείωση του κίνδυνου φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (που μειώνεται από το 2014) αλλά και οριακή αύξηση των δεικτών οικονομικής ανισότητας (που μειώνονταν από το 2016). Καθώς οι έρευνες αφορούν τα εισοδήματα του 2019, δηλαδή πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, αναμένουμε περαιτέρω επιδείνωση τα επόμενα έτη που ενδέχεται να καταστήσουν οξύτερο το πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας. Η ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικής προστασίας που θα περιορίζουν την ανισότητα και θα διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή είναι ήδη κεντρικό θέμα συζήτησης στις ανεπτυγμένες οικονομίες και αναμένουμε να αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τη χώρα μας στα επόμενα έτη.