Την πρόταση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, που απεστάλη και στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) παρουσίασε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος. Η πρόταση περιλαμβάνει αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του.
Η ΓΣΕΕ, δηλαδή, προτείνει η αύξηση να είναι της τάξης του 15,8% και από τα 713 που έχει διαμορφωθεί σήμερα-μετά τις δύο…ανόδους εντός του 2022- να φτάσει στα 82 ευρώ.
Επιπλέον, προβλέπει επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς, όπως αναφέρεται, «ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους, στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία».
Επίσης προτείνεται αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους) και άμεση επαναφορά των τριετιών. Επιπλέον στην πρόταση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό προβλέπεται άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών), ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας και ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος ανέφερε ότι από το «2008 έως σήμερα έχουν περάσει 14 χρόνια και ο κατώτερος μισθός δεν έχει επανέλθει στο σημείο που τον είχαμε προσδιορίσει σε διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες το 2008» διευκρινίζοντας ότι ο κατώτερος μισθός έχει εργαλειοποιηθεί.
«Κάθε φορά ρίχνουν στον αέρα έναν αριθμό για να δελεάσουν, ενδεχομένως και εκλογικά, τον κόσμο. Από όλες τις κυβερνήσεις από το 2014 και μετά έκαναν εργαλειοποίηση του κατώτερου μισθού, τάζοντας λαγούς με πετραχήλια» είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ και πρόσθεσε ότι η σημερινή κυβέρνηση έκανε δύο μικρές αυξήσεις που θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερες αν ακολουθούσαν το ρυθμό ανάπτυξης της χώρας.
Ο κ. Παναγόπουλος ζήτησε να υπάρξει ωριμότητα και υπευθυνότητα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «έφτασε η ώρα, αν θέλουν να λένε ότι είμαστε σε κανονικότητα και έχουμε βγει από την ενισχυμένη εποπτεία και έχουμε μεγάλους βαθμούς ελευθερίας και προσδιορίζουμε εμείς τα του οίκου μας, να συμπεριφερθεί ώριμα και υπεύθυνα όλο το πολιτικό σύστημα». Επανέλαβε δε, ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ μέχρι το 2019 δεν είχε κάνει καμία αύξηση στον κατώτερο μισθό, ένα μήνα πριν τις εκλογές από τα 586 πήγε στα 650 ευρώ.
Εξάλλου, ο κ. Παναγόπουλος κάλεσε τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να ενεργοποιήσει την Εθνική Επιτροπή Απασχόλησης, η οποία προβλέπεται από το Σύνταγμα και όπως τόνισε, δεν έχει εδώ και 12 χρόνια ενεργοποιηθεί, διευκρινίζοντας ότι σε αυτή προεδρεύει ο πρωθυπουργός, παρίστανται υπουργοί όλων των παραγωγικών υπουργείων και εκπρόσωποι εργαζομένων και εργοδοτών.
«Να βάλουμε στο τραπέζι όλα αυτά τα ζητήματα για να ληφθούν υπεύθυνες και διαχρονικές αποφάσεις» ανέφερε ο κ. Παναγόπουλος, προσθέτοντας ότι «δεν μπορούμε όλοι εμείς που αγωνιζόμαστε για το κατώτερο μισθό, ο οποίος θα δώσει ώθηση σε όλη τη μισθολογική κλίμακα, να μην έχουμε μία υπεύθυνη αντιμετώπιση και μία σοβαρή διαπραγμάτευση μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων για να δοθούν σοβαρές λύσεις και βιώσιμες λύσεις. Όχι λύσεις που αντέχουν μόνο στην αρχή του εκλογικού κύκλου ή στο τέλος του εκλογικού κύκλου. Αυτή είναι η προσέγγιση, Εμείς έτσι θα προχωρήσουμε και ελπίζουμε, όχι μόνο ο πρωθυπουργός αλλά και το σύνολο του πολιτικού συστήματος, να δείξει τη σοβαρότητα που αξίζει σε αυτό το ζήτημα».