Η κινεζική κυβέρνηση φαίνεται να μην βιάζεται να υλοποιήσει τον φετινό προϋπολογισμό της, επιλέγοντας να διατηρήσει δημοσιονομικά εφόδια, ώστε να αντιμετωπίσει τυχόν επιπτώσεις από νέους υψηλότερους δασμούς των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, βάσει στοιχείων του κινεζικού Υπουργείου Οικονομικών, οι συνολικές δαπάνες στους δύο κύριους προϋπολογισμούς του κράτους – τον γενικό δημόσιο προϋπολογισμό και το κρατικό ταμείο – ανήλθαν σε 5,65 τρισ. γουάν (779 δισ. δολάρια) τους πρώτους δύο μήνες του έτους, σημειώνοντας αύξηση 2,9% σε ετήσια βάση. Ωστόσο, το ποσό αυτό αντιστοιχεί μόλις στο 13,38% των συνολικών δαπανών που έχουν προγραμματιστεί για το 2025, το χαμηλότερο ποσοστό εκκίνησης έτους από το 2022.
«Η επιβράδυνση της δαπάνης οφείλεται κυρίως στην ανάγκη διατήρησης δημοσιονομικής ισχύος για τυχόν μελλοντικές αβεβαιότητες, ώστε η οικονομία να συνεχίσει να ανακάμπτει», δήλωσε σύμφωνα με το Bloomberg ο Zhaopeng Xing, ανώτερος στρατηγικός αναλυτής της Australia & New Zealand Banking Group.
Η κατανάλωση, οι επενδύσεις και η βιομηχανική παραγωγή στην Κίνα ξεπέρασαν τις προβλέψεις των οικονομολόγων κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, δίνοντας στο Πεκίνο περισσότερο χρόνο πριν αναγκαστεί να εφαρμόσει επιπλέον μέτρα στήριξης.
Οι αρχές έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι διαθέτουν ευρύ περιθώριο και εργαλεία για τη στήριξη της οικονομίας. Παρόλα αυτά, η αύξηση των αμερικανικών δασμών θα αρχίσει να ασκεί μεγαλύτερη πίεση τους επόμενους μήνες, ιδίως καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί με ακόμα υψηλότερες επιβαρύνσεις.
Η πτώση των εσόδων και η διεύρυνση του ελλείμματος
Την ίδια στιγμή, τα συνολικά κρατικά έσοδα των δύο προϋπολογισμών μειώθηκαν κατά 2,9% στα 5,02 τρισ. γουάν στο πρώτο δίμηνο του έτους, καθώς η φορολογική είσπραξη υποχώρησε και οι πωλήσεις γης σημείωσαν νέα βουτιά.
Η κρίση στην αγορά ακινήτων εξακολουθεί να πιέζει τα οικονομικά των επαρχιακών κυβερνήσεων, με τα έσοδα από φόρους ακινήτων να υποχωρούν κατά 11,4%, τη μεγαλύτερη πτώση από τον περασμένο Αύγουστο, σύμφωνα με το Bloomberg. Επιπλέον, οι πωλήσεις γης από τις τοπικές κυβερνήσεις μειώθηκαν κατά 15,7%, ανατρέποντας τη μικρή αύξηση που είχε καταγραφεί τον Δεκέμβριο.
Η ανάπτυξη των μη φορολογικών εσόδων επίσης κατέρρευσε, καθώς εξέλειπε η ώθηση που είχε δώσει μια μεταφορά κερδών από κρατικές επιχειρήσεις στα τέλη του 2024, σύμφωνα με την Goldman Sachs.
Το Πεκίνο προσπαθεί επίσης να περιορίσει υπερβολικά πρόστιμα που επιβάλλουν οι τοπικές κυβερνήσεις, πλήττοντας έτσι μία ακόμα πηγή εσόδων, την ώρα που προσπαθεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στον ιδιωτικό τομέα.
Ως αποτέλεσμα της μείωσης των εσόδων, ενώ οι δαπάνες συνέχισαν να αυξάνονται, το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερδιπλασιάστηκε σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι, φτάνοντας τα 622 δισ. γουάν.
Η ανάγκη για δανεισμό και η επόμενη κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας
Το αυξημένο έλλειμμα χρηματοδοτήθηκε μέσω ενισχυμένου δανεισμού, με την καθαρή έκδοση κρατικών ομολόγων να ανέρχεται σε σχεδόν 2,4 τρισ. γουάν στο πρώτο δίμηνο, καταγράφοντας ιστορικό ρεκόρ για την περίοδο.
Μέρος των εσόδων από τα νέα ομόλογα προορίζεται για την αναχρηματοδότηση του «κρυφού χρέους» που είχαν συσσωρεύσει εταιρείες συνδεδεμένες με τις τοπικές κυβερνήσεις για την υλοποίηση έργων υποδομών.
Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ενδέχεται να περιορίσει τις υποχρεωτικές καταθέσεις των τραπεζών και να ενισχύσει τις αγορές κρατικών τίτλων, καθώς ο ρυθμός έκδοσης ομολόγων της κυβέρνησης αναμένεται να επιταχυνθεί σημαντικά τους επόμενους μήνες, εκτιμούν οικονομολόγοι της Goldman Sachs, όπως ο Lisheng Wang.
Οι προβλέψεις των οικονομολόγων
Σύμφωνα με το Bloomberg Economics, η Κίνα θα πρέπει να επισπεύσει τις δημόσιες δαπάνες το 2025, αν θέλει να μεγιστοποιήσει την επίδραση των δημοσιονομικών κινήτρων που ανακοίνωσε στο πλαίσιο του Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου.
Η μέχρι τώρα έκδοση ομολόγων με υπερδιπλάσιο ρυθμό από το προηγούμενο έτος δείχνει ότι οι αρχές καταβάλλουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Xing της ANZ εκτιμά ότι οι δημόσιες δαπάνες θα αυξηθούν σημαντικά από το δεύτερο τρίμηνο, καθώς οι νέοι δασμοί των ΗΠΑ αρχίζουν να πλήττουν τις κινεζικές εξαγωγές και τη μεταποιητική βιομηχανία.