Στην επίθεση περνά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αξιολογώντας τις παροχές και ελαφρύνσεις που εφάρμοσε η κυβέρνηση τον Μάιο, τονίζοντας ότι έχουν υψηλό δημοσιονομικό κόστος, που ξεπερνά το 1% του ΑΕΠ. Παράλληλα, η Επιτροπή καλεί την Αθήνα να προχωρήσει εντός του 2019 στη μείωση των προσωρινά απασχολούμενων στο Δημόσιο κατά 1.550 άτομα.
Η τρίτη έκθεση μεταμνημονιακής επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, επιβεβαιώνει πλήρως το πρωινό σχετικό δημοσίευμα του Σin, καθώς περιλαμβάνει μεν αρκετά αυστηρές προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού, αλλά δεν προχωρά, στην παρούσα φάση, σε δημοσιοποίηση συγκεκριμένων αναθεωρημένων προβλέψεων της Επιτροπής για το πλεόνασμα, αφήνοντας το θέμα σε συζήτηση το φθινόπωρο με την κυβέρνηση που θα έχει σχηματισθεί μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Η Κομισιόν τονίζει ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα υπερκαλύφθηκε το 2018, καθώς αυτό ανήλθε σε 4,3% και θα ήταν ακόμη υψηλότερο αν δεν αξιοποιούσε η κυβέρνηση το δημοσιονομικό χώρος για να καλύψει απρόβλεπτες υποχρεώσεις από μια δικαστική απόφαση και για να καταβάλει το λεγόμενο «κοινωνικό μέρισμα». Η επίτευξη του υπερπλεονάσματος ήταν αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης υποεκτέλεσης στο σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού και, κυρίως, στις δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.
Στις εαρινές της προβλέψεις, που έγιναν πριν δημοσιοποιηθούν οι αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για νέες παροχές και ελαφρύνσεις, η Κομισιόν εκτιμούσε πως το πλεόνασμα του 2019 θα είναι 3,6% του ΑΕΠ, ενώ η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα φθάσει το 4,1%. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή θεωρούσε εξαρχής ότι δεν υπήρχε ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος για παροχές και ελαφρύνσεις, τον οποίο επικαλέσθηκε η κυβέρνηση για να προχωρήσει στα μέτρα της 15ης Μαΐου.
Στο πλαίσιο του Προγράμματος Σταθερότητας, σημειώνει η Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να μην εφαρμόσουν τα προνομεθετημένα μέτρα για το αφορολόγητο όριο, που επρόκειτο να τεθούν σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2020. Δηλαδή, όπως εξηγεί η Κομισιόν, δεν θα εφαρμοσθούν μέτρα που διευρύνουν την φορολογική βάση και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο 1% του ΑΕΠ για φορολογικά μέτρα που θα τονώσουν την ανάπτυξη.
Σχετικά με τα μέτρα της 15ης Μαΐου, η Επιτροπή εκτιμά ότι θα έχουν δημοσιονομικό κόστος που θα υπερβεί το 1% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά. Χωρίς να δημοσιοποιήσει αναθεωρημένες εκτιμήσεις, η Επιτροπή αναφέρει στην έκθεσή της ότι «οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών δείχνουν ότι η υιοθέτηση των δημοσιονομικών μέτρων της 15ης Μαΐου θέτει σε κίνδυνο την εκπλήρωση του συμφωνημένου στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά. Το μέγεθος της απόκλισης θα εξαρτηθεί από το βαθμό συμμετοχής στο νέο πρόγραμμα εξόφλησης οφειλών σε δόσεις και από την επίδραση του νέου προγράμματος στην εφαρμογή των ήδη ισχυόντων. Επιπλέον, τα μέτρα εγείρουν ανησυχίες για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων σε διαρθρωτικούς όρους το 2020».
Η Κομισιόν σημειώνει, επίσης, ότι στόχος είναι να γίνει η δημοσιονομική πολιτική πιο φιλική στην ανάπτυξη και να κατευθυνθεί μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δαπανών σε όσους αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας. Αυτοί οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται με τα νέα μέτρα. Για παράδειγμα, είναι πολύ περιορισμένες οι προβλέψεις στο νέο πλαίσιο για τις 120 δόσεις βάσει των οποίων θα εκτιμηθεί η δυνατότητα των οφειλετών να πληρώσουν, ενώ το ισχύον σχέδιο εξόφλησης σε 12 δόσεις περιλαμβάνει πολύ αυστηρά κριτήρια ένταξης των οφειλετών στη ρύθμιση.
Τα μέτρα για τη μείωση του ΦΠΑ σε επιμέρους κατηγορίες, ενώ διατηρείται στο 24% ο κεντρικός συντελεστής, επικρίνεται από την Κομσιόν ως μέτρα που θα αυξήσουν το κενό στην είσπραξη του ΦΠΑ, το οποίο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Η 13η σύνταξη και η χαλάρωση των κριτηρίων για τις συντάξεις χηρείας, υπογραμμίζει η Κομισιόν, εν μέρει αλλάζουν μέτρα που συμφωνήθηκαν το 2012 και το 2016, αντίστοιχα, και οδηγούν σε αύξηση της συνταξιοδιοτικής δαπάνης, που είναι ήδη η υψηλότερη της Ευρώπης, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Συνολικά, η 13η σύνταξη και οι μειώσεις στον ΦΠΑ είναι μέτρα που στοχεύουν στην αύξηση της κατανάλωσης και αναλώνουν δημοσιονομικό χώρο που είχε συμφωνηθεί να αξιοποιηθεί για μέτρα που υποστηρίζουν την ανάκαμψη, όπως οι μειώσεις φόρων στην εργασία και στις επιχειρήσεις.
Σχετικά με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για να τεθούν σε ισχύ το 2020, η Κομισιόν αναφέρει ότι δεν τα αξιολογεί προς το παρόν, αλλά θα το κάνει το φθινόπωρο, όταν θα υπάρχει η πλήρης εικόνα για αυτά τα μέτρα, που αφορούν σε μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Όσον αφορά την πρόθεση της κυβέρνησης να συζητήσει εκ νέου το στόχο για το πλεόνασμα του 3,5%, ο οποίος προβλέπεται στη συμφωνία του Ιουνίου 2018, η Κομισιόν αποφεύγει να την αξιολογήσει, τονίζοντας ότι θα πρέπει να συζητηθεί από το Eurogroup στη βάση μιας νέας ανάλυσης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, προφανώς επειδή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου προϋποθέτει αντίστοιχα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους από τους Ευρωπαίους.
Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι αποτελούν δημοσιονομικούς κινδύνους οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις για μισθούς, συντάξεις και αναδρομικά, ενώ υπάρχουν ρίσκα και από τη χαλάρωση των κανόνων του ενιαίου μισθολογίου στο Δημόσιο, όπως συνέβη ήδη στην περίπτωση ορισμένων αξιωματούχων του υπ. Οικονομικών, οι οποίοι εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο. Έκτοτε, τονίζει η Κομισιόν, οι εξαιρέσεις έχουν επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων δημοσίων οργανισμών, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο να διεκδικήσουν και άλλοι υπάλληλοι με δικαστικές προσφυγές να εξαιρεθούν επίσης από το ενιαίο μισθολόγιο.
Ανησυχητική, τέλος, είναι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπάρχει μια υπέρβαση, σε σχέση με τους στόχους για την απασχόληση στο Δημόσιο, κατά 1.550 υπαλλήλους, προσωρινής απασχόλησης (συμβασιούχοι και μετακλητοί). Ως το τέλος του 2019, υπογραμμίζει η Επιτροπή, θα πρέπει να έχει μειωθεί κατά 1.550 άτομα ο αριθμός των απασχολούμενων αυτής της κατηγορίας.