Οι φορολογούμενοι με δική τους ευθύνη θα συμπληρώσουν και φέτος τους κωδικούς της φορολογικής δήλωσης που αφορούν στις οικογενειακές δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, σύμφωνα με τις οδηγίες της ΑΑΔΕ.
Αν κάνουν λάθος ή δηλώσουν σκόπιμα, υψηλότερες δαπάνες από τις πραγματικές, θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρο, καθώς και πρόστιμα.
Οι σχετικοί κωδικοί δεν θα είναι προσυμπληρωμένοι με βάση τα στοιχεία των τραπεζών, αλλά θα συμπληρώνονται από τον φορολογούμενο ο οποίος θα έχει και την ευθύνη της απόδειξης.
Ωστόσο το σύστημα taxis θα ενημερώνει τον φορολογούμενο για τα στοιχεία που έχουν αποστείλει οι τράπεζες, και οι άλλοι φορείς πληρωμών, για τα ποσά που πλήρωσε μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών.
Όμως θα υπάρχει και η διευκρίνιση, με την οποία θα ενημερώνεται ο φορολογούμενος, ότι από τις συγκεκριμένες πληρωμές, κάποιες ενδεχομένως δεν αντιστοιχούν σε αγαθά και υπηρεσίες που αναγνωρίζονται ως δαπάνες που «κτίζουν» το αφορολόγητο.
Το σημείο αυτό είναι που μπορεί να αποτελέσει παγίδα για τον φορολογούμενο. Για παράδειγμα η ενημέρωση του taxisnet, αναφέρει ότι ο Χ φορολογούμενος πραγματοποίησε το 2018 ηλεκτρονικές πληρωμές ύψους 8.000 ευρώ. Μέσα σε αυτές όμως είναι και πληρωμές οι οποίες δεν αναγνωρίζονται για το κτίσιμο του αφορολόγητου, ύψους 3.000 ευρώ, όπως π.χ. η πληρωμή ενοικίου, η αγορά αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, τελών κυκλοφορίας, πληρωμές φόρων, δόσεων δανείων.
Ο συγκεκριμένος φορολογούμενος στους κωδικούς 049 -050, θα πρέπει να αναγράψει το ποσό των 5.000 ευρώ. Αν ο ίδιος έχει εισόδημα το οποίο απαιτεί ηλεκτρονικές πληρωμές ύψους 8.000 ευρώ και αναγράψει το ποσό των 8.000 ευρώ στους κωδικούς 049-050 και του γίνει έλεγχος, θα του επιβληθεί πρόσθετος φόρος στη διαφορά καθώς και πρόστιμο.
Επίσης, για το ποσό των αποδείξεων, που θα πρέπει να συμπληρώσει κάθε φορολογούμενος, λαμβάνεται υπόψη είτε το δηλωθέν εισόδημα είτε το τεκμαρτό, όποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο.
Οι δύο αυτές παγίδες κόστισαν στους φορολογούμενους πρόσθετους φόρους ύψους 36 εκατ. ευρώ, το 2018, αφού, είτε το αφορολόγητο ήταν μικρότερο του εισοδήματος, είτε από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι οι αποδείξεις ήταν «λειψές».
Εάν οι δαπάνες είναι ανύπαρκτες, σε περίπτωση ελέγχου, θα φορολογηθεί με 22% για το ποσό που έμεινε ακάλυπτο, αλλά και με πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης.
Οι οδηγίες της ΑΑΔΕ
Σύμφωνα με τις οδηγίες που περιέχονται στο βιβλιαράκι των οδηγιών για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων στους κωδικούς 049-050:
Γράψτε το συνολικό ποσό των δαπανών που πραγματοποιήσατε στην ημεδαπή ή σε κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ., εσείς ή η σύζυγός σας ή το άλλο μέλος του συμφώνου συμβίωσης καθώς και για τα εξαρτώμενα μέλη αυτού, οι οποίες να έχουν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής όπως ενδεικτικά κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες (χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες (prepaid card)), μέσω λογαριασμού πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 4537/2018 (μεταφορά πίστωσης, εντολές άμεσης χρέωσης, πάγιες εντολές, τραπεζικές ή ταχυδρομικές επιταγές), μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e- banking), ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet), κ.λπ., το ελάχιστο ποσό των οποίων προσδιορίζεται ως ποσοστό του φορολογητέου εισοδήματός του, για το οποίο δικαιούται την μείωση του φόρου, σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
- 10% του ετήσιου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
- 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
- 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ, 15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.
Οι παραπάνω κωδικοί δεν προσυμπληρώνονται από τη Φορολογική Διοίκηση, αλλά το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό αναγράφεται από τους φορολογούμενους.
Προς διευκόλυνση του υπολογισμού αυτού, η Φορολογική Διοίκηση αναρτά την ηλεκτρονική πληροφόρηση που έχει στη διάθεσή της και οι φορολογούμενοι έχοντας οι ίδιοι το βάρος της απόδειξης, αναγράφουν αυτά που πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.
Δαπάνες οι οποίες έχουν μεν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής αλλά δεν περιλαμβάνονται στην αναρτώμενη πληροφόρηση, συμπεριλαμβάνονται εφόσον πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις και αποδεικνύονται από τον φορολογούμενο με κάθε πρόσφορο μέσο.
Επισημαίνεται ότι λαμβάνονται υπόψη οι δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών, εφόσον περιλαμβάνονται στις ακόλουθες ομάδες του δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.:
Ομάδα 1 (Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά).
Ομάδα 2 (Αλκοολούχα ποτά και καπνός).
Ομάδα 3 (Ένδυση και υπόδηση).
Ομάδα 4 (Στέγαση), εξαιρουμένων των ενοικίων.
Ομάδα 5 (Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες).
Ομάδα 6 (Υγεία).
Ομάδα 7 (Μεταφορές), εξαιρουμένης της δαπάνης για τέλη κυκλοφορίας και της αγοράς οχημάτων, πλην των ποδηλάτων.
Ομάδα 8 (Επικοινωνίες).
Ομάδα 9 (Αναψυχή, πολιτιστικές δραστηριότητες), εξαιρουμένης της αγοράς σκαφών, αεροπλάνων και αεροσκαφών.
Ομάδα 10 (Εκπαίδευση).
Ομάδα 11 (Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια).
Ομάδα 12 (Άλλα αγαθά και υπηρεσίες).
Οι εν λόγω δαπάνες πρέπει να πραγματοποιούνται μέσα στο τρέχον φορολογικό έτος (2018) και ειδικά σε ό,τι αφορά τις δαπάνες που εξοφλούνται με πιστωτικές κάρτες, δεν εξετάζεται ο τρόπος εξόφλησης αυτών (εφάπαξ ή σε δόσεις).
Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις κοινών τραπεζικών λογαριασμών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κάθε μορφής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό) οι πραγματικοί δικαιούχοι, οι οποίοι καθορίζονται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις, μπορούν να χρησιμοποιούν τους εν λόγω λογαριασμούς ανάλογα με τις πραγματοποιούμενες δαπάνες τους. Τα ίδια ισχύουν και για πιστωτικές κάρτες με δικαιούχους κύρια και πρόσθετα μέλη.
Σημειώνεται ότι ειδικά για τους λογαριασμούς ΔΕΚΟ που είναι σε όνομα διαφορετικό από αυτόν που καταβάλλει, γίνονται δεκτές οι εν λόγω δαπάνες, εφόσον ο καταβάλλων την δαπάνη είναι και ο πραγματικός χρήστης του ακινήτου.
Διευκρινίζεται ότι προκειμένου να διατηρηθεί η μείωση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν.4172/2013, στην περίπτωση δαπανών των κοινόχρηστων χώρων, οι οποίες εξοφλούνται από τον διαχειριστή της πολυκατοικίας με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, οι εν λόγω δαπάνες θα λαμβάνονται υπόψη μετά τον επιμερισμό τους στους ενοίκους ή στους ιδιοκτήτες των οριζόντιων ιδιοκτησιών.
Σε περίπτωση που κάποια από τα δικαιολογητικά που αφορούν δαπάνες διατήρησης μείωσης φόρου, έχουν κατατεθεί στον εργοδότη του φορολογούμενου ή στο ασφαλιστικό ταμείο/ασφαλιστική εταιρία που είναι ασφαλισμένος, προκειμένου να αποζημιωθεί για την πραγματοποίηση αυτών των δαπανών, λαμβάνεται υπόψη μόνο το τυχόν μέρος της δαπάνης που επιβαρύνθηκε ο ίδιος ο φορολογούμενος.
Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων δαπανών αποτελούν οι φαρμακευτικές, οι δαπάνες για την αγορά ορθοπεδικών ειδών (νάρθηκες, κηδεμόνες, υποδήματα, κ.λπ.), αναλώσιμων νοσηλευτικών υλικών, αναπηρικών βοηθητικών οργάνων (πατερίτσες, αναπηρικά αμαξίδια, στρώματα κατάκλισης, κ.λπ.), ειδικών μηχανημάτων (νεφελοποιητές, συσκευές αναρρόφησης, φιάλες οξυγόνου, κ.λπ.), οι δαπάνες για έξοδα μετακίνησης και διαμονής των ασφαλισμένων, οι δαπάνες για νοσήλια, οι δαπάνες για βρεφονηπιακούς σταθμούς, κ.λπ.., όταν δεν καλύπτονται στο σύνολό τους από εργοδότες, ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες δύναται να χρησιμοποιηθούν από τους φορολογουμένους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελούν δαπάνες που εκπίπτουν με βάση άλλη φορολογική διάταξη. Προκειμένου να ληφθούν αυτά τα ποσά υπόψη, απαιτείται βεβαίωση του εργοδότη ή ασφαλιστικού ταμείου ή της ασφαλιστικής εταιρείας από την οποία να προκύπτουν τα ακόλουθα:
α) Τα στοιχεία του προσώπου για το οποίο καταβλήθηκε η δαπάνη,
β) To συνολικό ποσό της δαπάνης, για το οποίο υποβλήθηκαν δικαιολογητικά,
γ) Το ποσό της δαπάνης που καλύφθηκε από τον εργοδότη ή το ασφαλιστικό ταμείο ή την
ασφαλιστική επιχείρηση και
δ) Το υπόλοιπο ποσό της δαπάνης με το οποίο επιβαρύνεται ο φορολογούμενος.
Στην περίπτωση που η βεβαίωση εκδοθεί κατά το επόμενο έτος από το έτος που κατεβλήθησαν οι δαπάνες, είτε υποβάλλεται τροποποιητική δήλωση βάσει του άρθρου 19 του ν.4174/2013 για το έτος που κατεβλήθησαν, είτε δηλώνονται για να εκπέσουν στο έτος χορήγησης της βεβαίωσης.
Για την απόδειξη της εξόφλησης με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής των δαπανών απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1005/2017, γίνεται δεκτό κάθε πρόσφορο μέσο όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, κατάσταση κίνησης τραπεζικού λογαριασμού (bank statement) ή αντίγραφο κίνησης τραπεζικού λογαριασμού, αναλυτική εικόνα καρτών, αποδεικτικά κατάθεσης ή εξόφλησης, αντίγραφο του τερματικού μηχανήματος (POS) κ.λπ. και δεν απαιτείται η συλλογή αποδείξεων.
Σε κάθε περίπτωση υποβολής της δήλωσης δεν συνυποβάλλονται τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την απόδειξη της δαπάνης για απόκτηση αγαθών και λήψης υπηρεσιών τα οποία φυλάσσονται από τον φορολογούμενο και παραδίδονται εφόσον ζητηθούν για έλεγχο.
Επίσης, σε περίπτωση κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου καλύπτεται το απαιτούμενο ποσό δαπανών από οποιονδήποτε εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, το τυχόν πλεονάζον ποσό δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών.
Όταν ένας εκ των δυο συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης πραγματοποιεί δαπάνες αγοράς αγαθών και λήψης υπηρεσιών αλλά δεν δικαιούται την προβλεπόμενη μείωση φόρου του άρθρου 16 του ν.4172/2013, το ποσό των δαπανών δύναται κατά την εκκαθάριση να μεταφερθεί στον άλλο σύζυγο ή στο άλλο μέρος συμφώνου συμβίωσης για τυχόν κάλυψη του ελάχιστα απαιτούμενου ποσού δαπανών.
Οι εξαιρέσεις
ΠΡΟΣΟΧΗ: Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, αλλά υποχρεούνται να προσκομίσουν αποδείξεις ίσης αξίας, οι φορολογούμενοι εβδομήντα (70) ετών και άνω, δηλαδή, για το τρέχον δηλαδή έτος όσοι έχουν γεννηθεί έως και την 31.12.1948, άτομα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση, οι φορολογικοί κάτοικοι της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 20 του ν. 4172/2013, που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης στην Ελλάδα και φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή εργασία και συντάξεις. Επιπλέον, τα ίδια ισχύουν και για τις παρακάτω κατηγορίες φορολογουμένων:
α. Δημόσιοι λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι που υπηρετούν στην αλλοδαπή, καθώς και φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας που διαβιούν ή εργάζονται στην αλλοδαπή, με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος.
β. Ανήλικοι που υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων.
γ. Φορολογούμενοι που κατοικούν μόνιμα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, εκτός αν πρόκειται για τουριστικούς τόπους.
δ. Οι φορολογούμενοι που δεν έχουν εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχουν εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ, σύμφωνα με την περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4172/2013.
ε. Οι φορολογούμενοι που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, για τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματός τους, σύμφωνα με την περ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν.4172/2013.
στ. Οι φορολογούμενοι που είναι δικαιούχοι Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ). ζ. Οι υπηρετούντες την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
η. Οι φορολογούμενοι που βρίσκονται σε κατάσταση μακροχρόνιας νοσηλείας (πέραν των 6 μηνών).
θ. Οι υπήκοοι τρίτων χώρων που αιτούνται ή/ και λαμβάνουν διεθνή προστασία από την Ύπατη Αρμοστεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
ι. Οι φορολογούμενοι των οποίων το πραγματικό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ και οι οποίοι πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν.4172/2013.
Όσον αφορά τους ανωτέρω φορολογούμενους που εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για την πραγματοποίηση των δαπανών τους, αλλά απαιτείται να προσκομίσουν αποδείξεις ίσης αξίας, για να διατηρηθεί η μείωση φόρου του άρθρου 16 του ν.4172/2013, οι αποδείξεις αυτές θα πρέπει να έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4308/2014 (ΕΛΠ).