Παρά το γεγονός ότι είναι καθημερινή, ο 50χρονος Ουάλιντ Σάαρ που εργάζεται στο υπουργείο Οικονομικών δεν βρίσκεται στη δουλειά του και δεν έχει πάει από τον Ιούνιο.
«Ο δημόσιος τομέας θα τελειώσει, αν συνεχίσουμε έτσι», δηλώνει.
Όπως χιλιάδες άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι στον Λίβανο, ο Σάαρ απεργεί εδώ και δύο μήνες λόγω της κατάρρευσης των μισθών που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση στη χώρα, μία από τις χειρότερες παγκοσμίως στη σύγχρονη Ιστορία.
Η παράλυση του δημόσιου τομέα εξαπλώνεται: αυτή την εβδομάδα οι δικαστές ξεκίνησαν απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ οι στρατιώτες αναγκάζονται να βρουν δεύτερη δουλειά για να ζήσουν και στα κυβερνητικά γραφεία έχουν τελειώσει τα βασικά είδη γραφείου, ενώ δεν υπάρχει και ηλεκτρικό ρεύμα.
Οι κρατικές υποδομές, που ήδη είχαν πληγεί από τις αλόγιστες σπατάλες, τη διαφθορά και τις γρήγορες αλλά αναποτελεσματικές λύσεις των προβλημάτων, έχουν φτάσει σε σημείο κατάρρευσης.
«Βρισκόμαστε σε κατάσταση κατάρρευσης», δήλωσε η Λάμια Μουμπάγεμπ του Λιβανέζικου Ινστιτούτου Οικονομικών Basil Fuleihan, ένα ερευνητικό κέντρο του υπουργείου Οικονομικών.
Στο κοινοβούλιο έχουν τελειώσει τα καύσιμα κι έτσι η γεννήτρια με την οποία λειτουργούσε το ασανσέρ έχει τεθεί σε αχρηστία. Όσοι αγοράζουν καινούργιο αυτοκίνητο λαμβάνουν ένα χειρόγραφο έγγραφο από το υπουργείο Μεταφορών αντί για την κανονική άδεια κυκλοφορίας, καθώς υπάρχουν ελλείψεις στα χαρτιά.
Οι διοικητές στον λιβανέζικο στρατό επιτρέπουν σιωπηλά στους στρατιώτες να έχουν δεύτερη δουλειά – κάτι που επισήμως απαγορεύεται—καθώς οι μισθοί τους έχουν κατακρημνιστεί.
Ο μέσος μισθός ενός δημόσιου υπαλλήλου μειώθηκε από τα 1.000 δολάρια σε λιγότερα από 50 και, με δεδομένη την καθημερινή πτώση της ισοτιμίας της λιβανέζικης λίρας έναντι του δολαρίου, χάνει συνεχώς αξία.
Αυτό ώθησε δεκάδες χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους – που εργάζονται σε υπουργεία, σχολεία, πανεπιστήμια, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα δικαστήρια, ακόμη και το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων—να απεργήσουν.
Αυτή την εβδομάδα 350 δικαστές δεν θα παραστούν σε δίκες ζητώντας μισθολογικές αυξήσεις.
«Οι δικαστές πεινάνε», σχολιάζει ο Φαϊσάλ Μάκι ιδρυτής της ένωσης δικαστών του Λιβάνου.
Ο Μάκι επισημαίνει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης υποχρηματοδοτείται εδώ και καιρό, οπότε επί χρόνια οι δικαστές αναγκάζονται να πληρώνουν μόνοι τους το χαρτί και το μελάνι για τους εκτυπωτές.
«Τώρα δεν μπορώ να το κάνω διότι αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορώ να φάω. Σίγουρα μιλάμε για αποτυχημένο κράτος», τονίζει.
«Πρωτόγονες ζωές»
Η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση με πρόσκαιρα μέσα. Συμφώνησε να αυξήσει για δύο μήνες τα επιδόματα και να προσφέρει κοινωνικά βοηθήματα στους περισσότερους δημόσιους υπαλλήλους, ουσιαστικά διπλασιάζοντας τον μισθό τους.
Όμως με τις τιμές των τροφίμων να έχουν υπερδεκαπλασιαστεί και τους παρόχους υπηρεσιών να ζητούν πληρωμές σε δολάρια, η κίνηση της κυβέρνησης δεν ικανοποίησε τους περίπου 150.000 δημόσιους υπαλλήλους του Λιβάνου.
«Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να αγοράσει ένα κιλό κρέας ή κοτόπουλο, εκτός ίσως από μία φορά τον μήνα. Οι ζωές μας έχουν γίνει πρωτόγονες και αγοράζουμε μόνο τα απαραίτητα», καταγγέλλει ο Σάαρ.
Ο Νάουαλ Νασρ, επικεφαλής του συνδικάτου των δημόσιων υπαλλήλων, δηλώνει ότι ζητούν πενταπλασιασμό του μισθού τους και βοήθεια για την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους της παιδείας και της υγείας.
Στο μεταξύ τα κρατικά έσοδα καταρρέουν καθώς οι εισπράξεις φόρων έχουν ανασταλεί εδώ και δύο μήνες που απεργούν οι υπάλληλοι.
Ο πρωθυπουργός Νατζίμπ Μικάτι δήλωσε ότι «δεν είναι εφικτό» να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα των εργαζομένων καθώς αυτό «θα προκαλέσει ευρύτερη κατάρρευση». Οι αυξήσεις των μισθών θα πρέπει να γίνουν «στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου δημοσιονομικής σταθεροποίησης», εξήγησε.
«Ποιος θα μείνει πίσω;»
Ωστόσο τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία για αυτό το σχέδιο. Ήδη οι πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν τον Λίβανο. Σχεδόν έξι στους 10 δημόσιους υπαλλήλους είτε φεύγουν από τη χώρα, είτε σκοπεύουν να φύγουν. Πρόκειται για αριθμό που δεν έχει καταγραφεί μετά τον εμφύλιο του 1975-1990, σύμφωνα με τη Μουμπάγεντ.
«Αυτοί δεν είναι αριθμοί, αυτοί είναι οι καλύτεροι άνθρωποι στον Λίβανο (…) Οι άνθρωποι που χρειαζόμαστε για την ανοικοδόμηση, για την εφαρμογή οποιουδήποτε σχεδίου αναδιάρθρωσης», προσθέτει.
Ο Σάαρ, κάτοχος διδακτορικού και επικεφαλής μιας υπηρεσίας φορολογίας στο υπουργείο Οικονομικών, δηλώνει ότι έχει αποκαρδιωθεί και θέλει να φύγει από τον Λίβανο.
Το συνδικάτο των δημόσιων υπαλλήλων στο οποίο ανήκει έχει χάσει σχεδόν τα μισά του μέλη και πρόσφατα ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στην πολιτική αεροπορία έφυγε οριστικά από τη χώρα.
«Τα προηγούμενα χρόνια ανέτρεψαν όλες τις προσπάθειές μας», καταγγέλλει ο Σάαρ καθώς θυμάται τις προσπάθειες για να προχωρήσει η ψηφιοποίηση της κυβέρνησης, οι οποίες πλέον έχουν καταρρεύσει λόγω της κρίσης.
«Ποιος θα μείνει πίσω;», διερωτάται.