Θέσεις για τη «μάχη» στο Eurogroup του Ιουνίου παίρνουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, να εμφανίζεται αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει το σχέδιο του για να «επιστρέψει στο λαό τους κόπους του», όπως τόνισε χαρακτηριστικά χθες από το βήμα της προεκλογικής συγκέντρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, στην Θεσσαλονίκη.
Στις Βρυξέλλες, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, Κομισιόν και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), περιμένουν την ολοκλήρωση των εκλογικών διαδικασιών για να κάνουν τις επόμενες κινήσεις τους, αλλά ήδη η σκληρή στάση που κρατά ο ESM, όπως φάνηκε από τις πρόσφατες δηλώσεις του Κλάους Ρέγκλινγκ, φαίνεται πως οδηγεί σε μια πολύ αυστηρή αξιολόγηση των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης για παροχές και ελαφρύνσεις μόνιμου χαρακτήρα.
Οι πληροφορίες που φθάνουν στην Αθήνα από τις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις για την επίδραση των μέτρων το 2019 και το 2020 είναι αρνητικές, καθώς προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα πέσει φέτος στο 2,5% του ΑΕΠ και το 2020 στο 2%, δηλαδή θα δημιουργηθεί ένα δημοσιονομικό κενό της τάξεως των 4,5 μονάδων.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι αρνητικοί στην ελληνική πρόταση να καλυφθούν οι όποιες αποκλίσεις από τα μεγάλου ύψους αποθεματικά που έχει συγκεντρώσει η κυβέρνηση, με την εκ των προτέρων δέσμευση σε ένα καταπιστευματικό λογαριασμό 5,5 δισ. ευρώ. Θεωρούν ότι δεν είναι συμβατό με τους ευρωπαϊκούς κανόνες να συγχέονται οι λογαριασμοί της ετήσιας δημοσιονομικής διαχείρισης με τα ταμειακά διαθέσιμα και επιμένουν στην κατά γράμμα τήρηση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η μεταβατική περίοδος που περνά η Κομισιόν, ενόψει της επιλογής νέου προέδρου και επιτρόπων δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να κινηθεί με «χαλαρό» τρόπο έναντι της Ελλάδας, κάτι που διαφαινόταν και από όσα είπε ο Πιερ Μοσκοβισί μετά την τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup. Την ίδια στιγμή, ο ESM ακολουθεί πολύ σκληρή γραμμή, όχι μόνο γιατί απηχεί περισσότερο τις θέσεις των κυβερνήσεων του Βορρά, αλλά και επειδή διεκδικεί νέο και σημαντικότερο ρόλο στην επιτήρηση των οικονομιών της ευρωζώνης, με στόχο να επισκιάσει την Κομισιόν.
Στη φάση της μεταμνημονιακής επιτήρησης της οικονομίας, το Eurogroup δεν μπορεί πλέον να ασκεί πίεση στερώντας από την Ελλάδα χρηματοδοτήσεις. Όμως, μπορεί να επιβάλει μια νέα μορφή «κυρώσεων»: να αφήσει ανοικτή την τρίτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, ζητώντας από την Ελλάδα διορθωτικές κινήσεις στα δημοσιονομικά, κάτι που σημαίνει ότι θα «παγώσει» η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και θα σταλεί ένα κακό μήνυμα στην αγορά ομολόγων, η οποία θα πάρει τη σκυτάλη των πιέσεων στην Αθήνα.
Παρότι στήνεται ήδη ένα σκηνικό σκληρής αντιπαράθεσης με τους δανειστές μετά τις εκλογές και πριν τις κάλπες των βουλευτικών, η κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση υπαναχώρησης. Αντίθετα, επιχειρεί να μετατρέψει την ψηφοφορία για την Ευρωβουλή σε ένα δημοψήφισμα για τη διατήρηση ή την κατάργηση των παροχών και ελαφρύνσεων που τέθηκαν πριν από λίγες ημέρες σε ισχύ, ή θα ενεργοποιηθούν εντός του 2020.
Μάλιστα, στη χθεσινή του ομιλία στην Θεσσαλονίκη, ο Αλέξης Τσίπρας έστειλε μηνύματα που έχουν αποδέκτες και στις Βρυξέλλες. Αναφερόμενος στην Νέα Δημοκρατία, τόνισε ότι επιχειρεί να διχάσει το λαό με στόχο «να μας γυρίσουν στο ίδιο καθεστώς» (σ.σ.: των μνημονίων). «Σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται πια σε ξέφωτο», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός, «και μπορούμε να σχεδιάζουμε ένα μέλλον πιο φωτεινό από το σκοτάδι της χρεοκοπίας και της κοινωνικής λεηλασίας που ζήσαμε, εξαιτίας αυτών που μας ρίξανε εκεί».
Ο πρωθυπουργός απέφυγε να ξιφουλκήσει κατά των ευρωπαϊκών θεσμών, ήταν όμως εξαιρετικά επιθετικός προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «Χάρη στην υπομονή σας και την επιμονή μας, καταφέραμε και σήμερα δεν έχουμε πια τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ, που απαιτούσαν το παράλογο και τώρα βγαίνουν εκ των υστέρων να ομολογήσουν τα λάθη και τα εγκλήματα τους εις βάρος του λαού», τόνισε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε η κυβέρνηση «παρά τις συνθήκες δημοσιονομικής ασφυξίας για να κρατηθεί η κοινωνία όρθια», μνημονεύοντας τις παρεμβάσεις στην Υγεία, την Παιδεία, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, την ακύρωση της περικοπής των συντάξεων και την καταβολή μόνιμης 13ης σύνταξης, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου.
Όλα δείχνουν ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η κυβέρνηση θα επιμείνει στην εφαρμογή όλων των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί, χωρίς δημοσιονομικές «διορθώσεις», με το επιχείρημα ότι η οικονομία υπεραποδίδει και το θέμα θα πρέπει να εξετασθεί το φθινόπωρο, στη βάση νέων στοιχείων και ενόψει της κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2020. Ακόμη και αν υπάρξει σύγκρουση με τους Ευρωπαίους, δεν θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία, που να δικαιολογεί έναν εσπευσμένο συμβιβασμό με υψηλό πολιτικό κόστος.