Μια δύσκολη αποστολή επί αμερικανικού εδάφους έχει αναλάβει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος: καλείται να πείσει μεγαλύτερα και πιο συντηρητικά χαρτοφυλάκια για το νέο επενδυτικό story των ελληνικών ομολόγων και να «ξεκλειδώσει» το ενδιαφέρον τους για την έκδοση – ναυαρχίδα των νέων 10ετών ομολόγων αναφοράς.
Οι συναντήσεις που θα έχει σε λίγες ημέρες ο υπουργός Οικονομικών σε Νέα Υόρκη και Βοστώνη έχουν οργανωθεί μεθοδικά από τον οίκο Rothchild, που συμβουλεύει το Δημόσιο για τη διαχείριση του χρέους, με στόχο να διευρύνει το επενδυτικό ακροατήριο της κυβέρνησης, περιλαμβάνοντας μεγαλύτερα, real money funds.
Ως τώρα, τα ελληνικά ομόλογα προσέλκυαν κυρίως το ενδιαφέρον των hedge funds, καθώς κατατάσσονται στη βαθμίδα «σκουπιδιών» (“junk”) και είναι πρόσφατη η χρεοκοπία της χώρας, με το «κούρεμα» ιδιωτών ομολογιούχων για το PSI, αλλά και υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, λόγω των γεγονότων του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Τα μεγάλα real money επενδυτικά χαρτοφυλάκια εξακολουθούν να απέχουν από τοποθετήσεις κεφαλαίων σε ελληνικά ομόλογα, καθώς υπάρχουν περιορισμοί από το καταστατικό τους στις αγορές τίτλων χαμηλής διαβάθμισης.
Όμως, υπάρχουν συντηρητικά χαρτοφυλάκια σχετικά μεγάλου μεγέθους, που θα μπορούσαν να ανοίξουν τις… πύλες τους στα ελληνικά ομόλογα, ώστε να διαφοροποιήσουν τις τοποθετήσεις τους σε κρατικά ομόλογα ευρωζώνης, τα οποία εξακολουθούν να προσφέρουν πολύ χαμηλές αποδόσεις στους επενδυτές (αρνητικές ακόμη και για 7ετή της Γερμανίας), εισάγοντας σε μικρές δόσεις ελληνικούς τίτλους, που έχουν με μεγάλη διαφορά τις υψηλότερες αποδόσεις (το spread ελληνικών – γερμανικών δεκαετών φθάνει σήμερα το 3,7%).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις τελευταίες επαφές του Γιώργου Χουλιαράκη, στα τέλη Ιουνίου, στο Λονδίνο, όπου εμφανίσθηκε μεγάλος πλήθος hedge funds, έκανε την εμφάνισή του και ένας εκπρόσωπος βρετανικού συνταξιοδοτικού ταμείου (συνταξιοδοτικό ταμείο της British Airways), αποδεικνύοντας ότι τα ελληνικά ομόλογα αρχίζουν να ενδιαφέρουν και ορισμένους συντηρητικούς διαχειριστές.
Νέο προφίλ ρίσκου
Το επενδυτικό story που έχει να προβάλει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στις συναντήσεις με τους ξένους διαχειριστές στην Νέα Υόρκη και στην Βοστώνη, στηρίζεται στην τελευταία συμφωνία για το χρέος και στις ευεργετικές συνέπειές της, όσον αφορά το προφίλ ρίσκου της Ελλάδας.
Ο υπουργός Οικονομικών θα τονίσει ότι το μαξιλάρι διαθεσίμων των 24 δισ. ευρώ διασφαλίζει πλήρως για δύο χρόνια τη χρηματοδότηση του Δημοσίου, ακόμη και αν δεν καταφέρει να αντλήσει ένα ευρώ από την αγορά, ενώ με την επιμήκυνση στην περίοδο χάριτος των δανείων του EFSF ανοίγει ένας «καθαρός διάδρομος» χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου ως και το 2032, κάτι που σημαίνει ότι σχεδόν εξαλείφεται ο κίνδυνος να υπάρξουν «ατυχήματα» στις πληρωμές τοκοχρεολυσίων για τα νέα, μακροπρόθεσμα ομόλογα που θα εκδώσει το Δημόσιο.
Καθησυχαστικό στοιχείο για τους ιδιώτες επενδυτές από τη συμφωνία της 21ης Ιουνίου είναι, εξάλλου, η δέσμευση που έχουν αναλάβει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι, εάν δεν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για τα ελληνικά πλεονάσματα και την ανάπτυξη, οι Ευρωπαίοι πιστωτές του επίσημου τομέα θα πάρουν το βάρος όποιων ελαφρύνσεων χρέους χρειασθούν. Δηλαδή, οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα δεν θα χρειασθεί να «κουρευτούν» ξανά, όπως συνέβη το 2012.
Οι οίκοι και η ΕΚΤ
Γιατί, όμως, ένας διαχειριστής κεφαλαίων να αγοράσει τώρα ελληνικά ομόλογα και να μην περιμένει να το κάνει εκ του ασφαλούς, σε 1-1,5 χρόνο, όταν οι οίκοι αξιολόγησης θα έχουν ανεβάσει κατά 5-6 βαθμίδες την επενδυτική αξιολόγηση της Ελλάδας;
Το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι όσοι τοποθετηθούν σήμερα με πολύ υψηλές αποδόσεις, της τάξεως του 3,5% για ένα 10ετές ομόλογο, θα εγγράψουν σημαντικά κεφαλαιακά κέρδη, όσο οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίζουν τους ελληνικούς τίτλους, μέχρι να φθάσουν στην επενδυτική βαθμίδα.
Πάντως, μεγάλη σημασία για την επενδυτική αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων έχει το κλίμα που θα διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τις επόμενες αποφάσεις της. Στις 26 Ιουλίου θα αποφασίσει αν, όπως έχει προτείνει ο Γιάννης Στουρνάρας, θα διατηρήσει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων για αναχρηματοδότηση (waiver). Χωρίς το waiver, οι τράπεζες δεν θα έχουν τις ίδιες δυνατότητες τοποθέτησης κεφαλαίων σε ελληνικά ομόλογα, αφού δεν θα μπορούν να τα αξιοποιήσουν για τη χρηματοδότησή τους από το Ευρωσύστημα.
Επιπλέον, η ΕΚΤ θα λάβει απόφαση για το αν μπορούν να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όπως επίσης προτείνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Αν αυτό συμβεί, θα υπάρξει μια νέα πηγή ζήτησης ελληνικών τίτλων, όχι μόνο μέχρι να λήξει το QE, στο τέλος του έτους, αλλά και μετά τη λήξη του, αφού η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει τίτλους αξίας 15 δις. ευρώ το μήνα και το 2019, επανεπενδύοντας τα ποσά που λαμβάνει από λήξεις ομολόγων.
Σημειώνεται, πάντως, ότι η ΕΚΤ έχει πάψει να δημιουργεί θετικό κλίμα στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, καθώς οι προθέσεις της για αύξηση επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο έχουν προκαλέσει σήμερα σημαντική αύξηση αποδόσεων στους περισσότερους τίτλους της ευρωζώνης, παρασύροντας και την απόδοση του ελληνικού 10ετούς λίγο πάνω από το 4%.