Πολιτική

Οι ΑΟΖ ανάβουν φωτιές σε πολλές θάλασσες


Εντάσεις στην Άπω Ανατολή, στην Καραϊβική, στη Μεσόγειο. Η αφορμή κοινή: τα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Με έναν πλανήτη όλο και πιο διψασμένο για ενέργεια, οι ανταγωνισμοί μεταξύ κρατών αναζωπυρώνονται σε μακρινές θαλάσσιες εκτάσεις και οι συμφωνίες για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν επαρκούν για τη διευθέτηση των αντιδικιών.

 Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΔΥΕ/IEA, International Energy Agency), η παραγωγή αργού πετρελαίου από υπάρχοντα κοιτάσματα ευρισκόμενα στο έδαφος ή σε παράκτια ύδατα μικρού βάθους, θα μειωθεί κατά δύο τρίτα μεταξύ του 2011 και του 2035. Η απώλεια αυτή μπορεί να αντισταθμιστεί, μόνο όμως αν αντικατασταθούν οι σημερινές πετρελαιοπηγές από καινούργια κοιτάσματα: στην Αρκτική, στα βαθέα ύδατα των ωκεανών και στους σχιστολιθικούς σχηματισμούς της Βόρειας Αμερικής.

Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση σχετικά με την εξόρυξη μέσω υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) του πετρελαίου και του φυσικού αερίου που περιέχονται στα σχιστολιθικά πετρώματα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Τα μεγάλα κοιτάσματα

Πολύ σημαντικότερες προσπάθειες έχουν αφιερωθεί στην ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων. Σύμφωνα με τους αναλυτές της IHS Cambridge Energy Research Associates, διακεκριμένης εταιρείας συμβούλων, τα καινούργια πετρελαϊκά αποθέματα που ανακαλύφθηκαν σε βαθέα ύδατα (σε βάθος μεγαλύτερο των τετρακοσίων μέτρων), ισοδυναμούν με το σύνολο των επίγειων αποθεμάτων που ήρθαν στο φως μεταξύ του 2005 και του 2009, με την εξαίρεση εκείνων της Βόρειας Αμερικής.

Ακόμα πιο σημαντικό είναι, το γεγονός ότι τα αποθέματα που βρέθηκαν σε πολύ βαθέα ύδατα (σε βάθος άνω των χιλίων πεντακοσίων μέτρων), αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό των νέων ευρημάτων του 2010.

Επικαλύψεις και αντιθέσεις

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι προς εκμετάλλευση πετρελαιοπηγές θα βρεθούν σε ύδατα που ανήκουν στην ΑΟΖ ενός κράτους, η οποία μπορεί να επεκταθεί έως διακόσια ναυτικά μίλια (τριακόσια εβδομήντα χιλιόμετρα) από τις ακτές του. Αυτό θα οδηγήσει στην αποφυγή προστριβών όπως εκείνων στην Ανατολική και τη Νότια Σινική Θάλασσα.

Η Βραζιλία λόγου χάρη, ανακάλυψε πολλά σημαντικά κοιτάσματα στη λεκάνη του Σάντος, στον Νότιο Ατλαντικό, σε απόσταση περίπου εκατόν ογδόντα χιλιομέτρων ανατολικά του Ρίο ντε Τζανέιρο. Όμως, στις πιο πολλά υποσχόμενες θαλάσσιες εκτάσεις, κανένα κράτος δεν έχει δημιουργήσει ΑΟΖ και οι προσπάθειες για γεώτρηση γίνονται αντικείμενο αντιπαραθέσεων.

Οι αντιδικίες σε γενικές γραμμές προκύπτουν σε ημίκλειστες θάλασσες, όπως η Κασπία, η Καραϊβική και η Μεσόγειος. Ο καθορισμός των θαλάσσιων συνόρων μπορεί να γίνει τρομερά δύσκολος, λόγω της ακανόνιστης ακτογραμμής και της παρουσίας μεγάλου αριθμού νησιών, εκ των οποίων κάποια βλέπουν τα όρια της επικράτειάς τους να αμφισβητούνται.

Επιπλέον, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που χρονολογείται από το 1982, περιέχει πληθώρα διατάξεων, οι οποίες υπόκεινται σε ποικίλες ερμηνείες.

Από τη στιγμή που ένα κράτος θα επικαλεστεί μία από αυτές τις ρήτρες ώστε να διεκδικήσει μία ΑΟΖ που βρίσκεται σε απόσταση διακοσίων ναυτικών μιλίων από τις ακτές του (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ιαπωνίας στην Ανατολική Σινική Θάλασσα), ένα άλλο κράτος θα επικαλεστεί μία διαφορετική διάταξη, η οποία του επιτρέπει να ασκεί έλεγχο στην υφαλοκρηπίδα του, ακόμα και αν αυτή εκτείνεται εντός της ΑΟΖ του γείτονά του (όπως κάνει η Κίνα).

Εμπλοκές και κίνδυνοι αναφλέξεων

Μολονότι τα Ηνωμένα Έθνη δημιούργησαν ένα ειδικό δικαστήριο για να εκδίδει αποφάσεις σχετικά με τις διαφωνίες ‒το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας‒ πολλά κράτη διστάζουν να αναγνωρίσουν τη δικαιοδοσία του και έτσι αυτές οι αντιδικίες παραμένουν εκκρεμείς. Ορισμένα κράτη μάλιστα έχουν υιοθετήσει ανελαστικές θέσεις, απειλώντας να καταφύγουν στη χρήση στρατιωτικής ισχύος προκειμένου να διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους όσα θεωρούν κεφαλαιώδη εθνικά συμφέροντα.

Οι κίνδυνοι είναι προφανείς, όπως βλέπουμε στην περίπτωση των υδάτων του Νότιου Ατλαντικού που περιβάλλουν τις Μαλβίνες Νήσους (Φόλκλαντ για τους Βρετανούς), διεκδικούμενες από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αργεντινή. Οι δύο χώρες ενεπλάκησαν το 1982 σε ένα σύντομο, πλην όμως αιματηρό, πόλεμο για τον έλεγχο του αρχιπελάγους. Σ' αυτόν τον πόλεμο ο εθνικισμός και η πυγμή των εμπλεκόμενων πολιτικών ηγετών ‒της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Λονδίνο και της τότε στρατιωτικής χούντας στο Μπουένος Άιρες‒ διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο. 

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις