Μια ακόμη δύσκολη εβδομάδα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες προβλέπουν οι αναλυτές, καθώς βρίσκονται σταθερά στο στόχαστρο funds που οργανώνουν επιθέσεις υποτιμητικής κερδοσκοπίας και καταφέρνουν να «γκρεμίζουν» ακόμη και μετοχές μεγάλων τραπεζών, όπως της Deutsche Bank, η οποία δέχθηκε πολύ έντονες πιέσεις την Παρασκευή, από τις οποίες τα funds υπολογίζεται ότι έχουν ήδη κερδίσει τεράστια ποσά.
Σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας, μετά τις καταρρεύσεις αμερικανικών περιφερειακών τραπεζών και τη διάσωση της Credit Suisse μέσω εξαγοράς από τη UBS, οι short έχουν βρει το κατάλληλο περιβάλλον για να οργανώνουν επιθέσεις σε μετοχές τραπεζών, καθώς επικρατεί έντονη νευρικότητα στους επενδυτές και ακολουθούν την τακτική «πρώτα πουλάμε, μετά ρωτάμε».
Η κορυφαία γερμανική τράπεζα, Deutsche Bank, αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση τράπεζας που δέχθηκε κερδοσκοπική επίθεση, παρότι δεν υπάρχουν προφανείς λόγοι για να εκτιμηθεί ότι απειλείται με κατάρρευση: διαθέτει επαρκή κεφάλαια και ρευστότητα, έχει επανέλθει σε κερδοφορία εδώ και δέκα τρίμηνα, ενώ εκτιμάται ότι θα είναι κερδοφόρα και το 2023, καθώς ευνοείται από τα αυξημένα επιτόκια στην Ευρώπη.
Οι short sellers, παρόλα αυτά, εκμεταλλευόμενοι το κακό παρελθόν της τράπεζας και τη νευρικότητα στις αγορές, έχουν καταφέρει να αντλήσουν κέρδη που ξεπερνούν τα 100 εκατ. δολ. στοιχηματίζοντας εναντίον της μετοχής της Deutsche Bank τις τελευταίες δύο εβδομάδες, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή η εταιρεία οικονομικών δεδομένων Ortex.
Η Ortex ανέφερε ότι θέσεις short για τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές μετοχές της Deutsche Bank έχουν διπλασιασθεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, φθάνοντας στα 360 εκατ. δολάρια.
Οι γερμανικές μετοχές της Deutsche υποχώρησαν 10% την Παρασκευή, καθώς οι συνεχιζόμενοι φόβοι για τη σταθερότητα των παγκόσμιων τραπεζών έπληξαν την εμπιστοσύνη στη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας. Οι μετοχές έχουν χάσει 24% τις τελευταίες δύο εβδομάδες.
Την Παρασκευή, πάντως, στη διαπραγμάτευση στη Νέα Υόρκη, η μετοχή της Deutsche Bank έκλεισε με απώλειες μόνο 3%, σε μια ένδειξη ότι η θύελλα άρχισε να κοπάζει. Η γερμανική τράπεζα προχώρησε σε πρόωρη εξαγορά ομολόγων Tier 2 αξίας 1,5 δισ. ευρώ, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας.
Έχει ενδιαφέρον, όμως, και προκαλεί μεγάλη ανησυχία στις διοικήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών και στις εποπτικές αρχές το πώς ξέσπασε μια επίθεση των αγορών σε μια τράπεζα που δεν φαινόταν να αντιμετωπίζει προβλήματα, σε αντίθεση με την Credit Suisse, η οποία είχε ανακοινώσει τις μεγαλύτερες ζημιές στην ιστορία της.
Τα hedge funds που ακολουθούν κερδοσκοπικές στρατηγικές είχαν ανοίξει μεγάλες θέσεις short, όπως προαναφέρθηκε, σε μια περίοδο πτωτικής κίνησης της μετοχής, ως αποτέλεσμα της διεθνούς αναταραχής και όχι επειδή αντιμετώπιζε η ίδια η Deutsche Bank κάποιο πρόβλημα.
Την Παρασκευή έγινε γνωστό ότι η Fed πρόσφερε ρευστότητα 60 δισ. δολ. σε ξένη κεντρική τράπεζα και αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες για μεγάλη τράπεζα που αντιμετώπιζε σοβαρές εκροές δολαρίων, με τη φημολογία να εστιάζεται στην Deutsche Bank.
Το επόμενο πλήγμα ήλθε από την αγορά των CDS, μέσω της οποίας μεγάλες τράπεζες προσφέρουν ασφάλιση σε ομόλογα έναντι του κινδύνου αθέτησης. Η αγορά ανέβασε στα ύψη το κόστος ασφάλισης των τίτλων της DB, ακόμη και πάνω από 5% για τα πιο επικίνδυνα χρεόγραφα, για να μεταδοθεί ο πανικός στη χρηματιστηριακή αγορά, όπου η μετοχή έφθασε να χάνει ακόμη και 13%, δίνοντας την ευκαιρία στους short να κλείσουν θέσεις με κέρδη, αγοράζοντας μετοχές στα χαμηλά.
Αυτό το επεισόδιο ακραίας υποτιμητικής κερδοσκοπίας προκαλεί έντονη ανησυχία, όπως τονίζουν στελέχη ελληνικών τραπεζών, γιατί δείχνει με τον πιο σαφή τρόπο ότι, στις συνθήκες αβεβαιότητας που έχουν δημιουργηθεί, οποιαδήποτε τράπεζα, ανεξάρτητα από την οικονομική θέση, μπορεί να γίνει στόχος επίθεσης από τις αγορές, με τους short sellers να δίνουν τον τόνο.
Ακόμη χειρότερα, όπως τονίζουν, μια επίθεση τέτοιας έντασης μπορεί να κλονίσει την εμπιστοσύνη σε μια τράπεζα, πλήττοντας το πιο ευαίσθητο σημείο, δηλαδή τις καταθέσεις. Η περίπτωση της Sillicon Valley Bank, που έχασε σε μια ημέρα το 25% των καταθέσεων της και κατέρρευσε, δείχνει πώς μια κρίση εμπιστοσύνης μπορεί να επεκταθεί πολύ γρήγορα και να απειλήσει τη βιωσιμότητα μιας τράπεζας.
Επόμενα επεισόδια αυτής της αναταραχής θα εξελιχθούν κυρίως στις ΗΠΑ, όπου οι αρχές καλούνται να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους για το κρίσιμο θέμα της επέκτασης της εγγύησης καταθέσεων, καθώς οι 160 περιφερειακές τράπεζες της χώρας έχουν χάσει καταθέσεις 1,1 τρισ. δολ. το τελευταίο διάστημα, σύμφωνα με την JP Morgan και η κρίση εμπιστοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο νέων καταρρεύσεων.
Στον ελληνικό χώρο, παρότι οι τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλή οικονομική θέση και το επιχειρηματικό τους μοντέλο φέρνει αυξημένα κέρδη με την άνοδο των επιτοκίων, διάχυτη είναι η ανησυχία για τη συμπεριφορά των επενδυτών και τις ακραίες κινήσεις που μπορεί να γίνουν. Όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, την Παρασκευή ο κλαδικός δείκτης των ελληνικών τραπεζών έκανε βουτιά σχέδον 6%, αρκετά μεγαλύτερη από την πτώση του τραπεζικού δείκτη του Euro Stoxx, κάτι που δείχνει καθαρά ότι δεν δικαιολογείται εφησυχασμός όσο διαρκεί η διεθνής αναταραχή.