Σε σύγκριση με το παρελθόν έχει συντελεστεί σημαντική μεταβολή στη σύνθεση των επενδύσεων ανά κατηγορία επένδυσης και κλάδο. Συγκεκριμένα, το 2006, πριν δηλαδή την οικονομική κρίση, οι επενδύσεις σε ακίνητα και λοιπές κατασκευές αποτελούσαν τις κυρίαρχες μορφές επενδύσεων στην Ελλάδα με το αθροιστικό ποσοστό τους να ανέρχεται στο 65% επί των συνολικών επενδύσεων.
Η εικόνα έχει πλέον αντιστραφεί, καθώς το ποσοστό τους το 2024 διαμορφώθηκε σε 41%, όπως επισημαίνει η Alpha Bank στο τελευταίο "Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων".. Αντίστοιχα, έχουν αυξηθεί σημαντικά τα ποσοστά των επενδύσεων σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό και σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, με τις επενδύσεις της τελευταίας κατηγορίας μάλιστα να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες του 2006 κατά 183% σε πραγματικούς όρους.
Επιπρόσθετα, η σύνθεση των επενδύσεων ανά κλάδο εμφανίζει πλέον πιο ισορροπημένη κατανομή. Ενώ το 2006 οι επενδύσεις από τον κλάδο που σχετίζονται με δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας αποτελούσαν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών επενδύσεων, το 2024 το αντίστοιχο ποσοστό έχει περιοριστεί στο 18%. Αντίθετα, η βιομηχανία, ο πρωτογενής τομέας και η δημόσια διοίκηση και άμυνα κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις των ποσοστών τους επί των συνολικών επενδύσεων μεταξύ των δύο περιόδων.
Ο ρόλος των δημόσιων επενδύσεων
Όσον αφορά στις προοπτικές, οι δαπάνες του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων αναμένεται να αποτελέσουν βασικό μοχλό ενίσχυσης των επενδύσεων το νέο έτος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, τα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έργα ανέρχονται σε 6,2 δισ., ενώ τα έργα που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους ανέρχονται σε Ευρώ 3,3 δισ. Εάν σε αυτά τα κεφάλαια προστεθούν και οι πόροι ύψους Ευρώ 7,2 δισ. από το σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης τότε το συνολικό ποσό ανέρχεται σε Ευρώ 16,7 δισ. που αντιστοιχεί στο 6,4% του ΑΕΠ της χώρας, βάσει των προβλέψεων του Υπουργείου.
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων από το 2015, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ (Γράφημα 2). Επιπρόσθετα, αναμένεται να συνεχιστεί το 2026 η χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων μέσω του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης, με το ποσό της εκταμίευσης προς τα πιστωτικά ιδρύματα να εκτιμάται περίπου σε Ευρώ 5,5 δισ. Σημειώνεται ότι από το 2027 μειώνονται οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς ολοκληρώνεται το σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, με τα συνολικά κεφάλαια να ανέρχονται σε Ευρώ 32,5 δισ. την περίοδο 2027-2029 , σύμφωνα με τον Πολυετή Δημοσιονομικό Προγραμματισμό 2026-2029.
Πώς θα ενισχυθεί η δυναμική των επενδύσεων
Η κινητοποίηση πρόσθετων ιδιωτικών επενδύσεων θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία όσο το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας οδεύει προς ολοκλήρωση. Λαμβάνοντας ως δεδομένη τη δημοσιονομική σταθερότητα, η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος δύναται να ενισχύσει τη δυναμική των επενδύσεων, προσελκύοντας επιπλέον επενδυτικά κεφάλαια ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η στροφή που πραγματοποιεί η Ευρώπη προς την ενίσχυση της άμυνας, εν μέσω αναδιάταξης γεωπολιτικών ισορροπιών και συμμαχιών, συνιστά ευκαιρία για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, καθώς θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να δημιουργήσει νέες επενδυτικές ροές σε υποδομές, μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και συμμετοχή σε ευρωπαϊκές αλυσίδες αξίας.
Προς αυτή τη κατεύθυνση, σημαντική για την ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας είναι η θέσπιση υπερεκπτώσεων επενδυτικών δαπανών σε τομείς της βιομηχανίας. Το συγκεκριμένο μέτρο περιλαμβάνεται στον Κρατικό Προϋπολογισμό και αφορά τις επενδύσεις της περιόδου 2026-2028 σε άμυνα, κατασκευή οχημάτων, αεροσκαφών και των εξαρτημάτων τους. Επιπρόσθετα, την τελευταία εξαετία (με εξαίρεση το 2020), έχει καταγραφεί σημαντική αύξηση των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ), με τις επενδύσεις που αφορούν στη δημιουργία νέων λειτουργικών εγκαταστάσεων (greenfield investment) να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 40% των συνολικών ΞΑΕ . Οι επενδύσεις αυτές έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό κατευθύνεται σε δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία, ενώ διευρύνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.