Σε επίπεδα κάτω από τα 400 δισ. ευρώ, θα μειωθεί ύψος του συνολικού δημοσίου χρέους το 2026, ενώ κάτω από τα 360 δισ. ευρώ, θα πέσει και το χρέος Γενικής Κυβέρνησης.
Εφόσον επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις που αναγράφονται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού, θα σημάνουν ότι το χρέος που αποτέλεσε την αιτία και την αφορμή για την ένταξη της χώρας στα μνημόνια το 2010, έχει τεθεί σε μια σαφώς πτωτική τροχιά και σταδιακά επιστρέφει στα επίπεδα που ήταν πριν την κρίση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εισηγητικής έκθεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού 2026, το Χρέος Κεντρικής Διοίκησης, που είναι το συνολικό χρέος της χώρας στο τέλος του 2026 προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει σε 398.070 εκατ. ευρώ ή 153,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 9,1 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2025.
Θα είναι πρώτη φορά, από το 2021, που το συνολικό χρέος θα υποχωρήσει κάτω από τα 400 δισ. ευρώ, καθώς από το 2022 και μετά κινούνταν σταθερά πάνω από το εν λόγω ψυχολογικό όριο. Συγκεκριμένα το 2021 ήταν στα 388,34 δισ. ευρώ, το 2022 αυξήθηκε σε 400,28 δισ. ευρώ, το 2023 αυξήθηκε περαιτέρω σε 406,52 εκατ. ευρώ, σε 403,86 δισ. ευρώ το 2024 και σε 403,46 δισ. ευρώ το 2025.
Διευκρινίζεται πως από το χρέος Κεντρικής Διοίκησης είναι το συνολικό χρέος και για να προκύψει το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης, που αποτελεί και το μέγεθος αναφοράς, αφαιρούνται:
- Το χρέος των Νομικών προσώπων, κέρματα κ.λπ. μείον επενδύσεις σε τίτλους Ελληνικού Δημοσίου τα οποία φέτος είναι 16,271 δις. ευρώ και το 2026 θα μειωθούν σε 14,300 δισ. ευρώ
- Το χρέος ΟΤΑ, OKA μείον ενδοκυβερνητικό χρέος που φέτος είναι στα 24,389 δισ. ευρώ και θα παραμείνει σχεδόν στα ίδια επίπεδα και το 2026, σε 24,38 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 362.800 εκατ. ευρώ ή 145,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 έναντι 364.965 εκατ. ευρώ ή 154,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2024.
Το 2026 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 359.300 εκατ. ευρώ ή 138,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2025.
Δηλαδή, κατά το έτος 2025 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης παρουσιάζεται μειωμένο σε απόλυτο μέγεθος, ενώ συνεχίστηκε η μείωσή του και ως ποσοστού του ΑΕΠ λόγω της νέας αύξησης τόσο του ονομαστικού όσο και του πραγματικού ΑΕΠ. Παράλληλα, το ύψος των συνολικών ταμειακών διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου διατηρήθηκε στα υψηλά επίπεδα των προηγούμενων ετών.
Πόσο θα δανειστεί το Δημόσιο
Δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το έτος 2026 συνεπεία και των πρόωρων αποπληρωμών, η δανειακή στρατηγική για το επόμενο έτος αναμένεται να είναι και πάλι περιορισμένη.
Συγκεκριμένα, η στόχευση της δανειακής στρατηγικής συνίσταται:
- στη διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων,
- στην περαιτέρω παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση κατά το δυνατόν της ήδη εκτεταμένης φυσικής ωρίμανσής τους,
- στη μείωση των περιθωρίων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και
- στην επιπρόσθετη διασφάλιση της συνέπειας του Ελληνικού Δημοσίου ως κρατικού εκδότη με χαρακτηριστικά χώρας της Ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης, θα αξιοποιηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημόσιου χρέους.
Τέλος, θα συνεχιστεί η πολιτική πρόωρων αποπληρωμών χρέους με χρήση και μέρους των ταμειακών διαθεσίμων και συγκεκριμένα των δανείων που προέρχονται από τον επίσημο τομέα, περιλαμβανομένων των διμερών δανείων με τις χώρες της Ευρωζώνης.
Κύριος στόχος είναι η αποπληρωμή των εν λόγω διμερών δανείων μία δεκαετία νωρίτερα από την τελική ημερομηνία λήξης τους, ήτοι το αργότερο έως το 2031, ούτως ώστε το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης να μειωθεί τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων θα επιδιωχθεί στο πλαίσιο λειτουργίας της πρωτογενούς αγοράς, πλέον της εκδοτικής δραστηριότητας, η εφαρμογή της πολιτικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μέσω της οποίας θα διασφαλίζονται ο αναγκαίος χώρος για τη συνεχή παρουσία του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, η περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας και η βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών ομολόγων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση της εκάστοτε κλίσης της ελληνικής καμπύλης αποδόσεων για τη διασφάλιση βέλτιστου αποτελέσματος αναφορικά με το κόστος δανεισμού.