Με το θέμα, «πώς πάει η βιομηχανία και η μεταποίηση στην Ελλάδα;», καταπιάνεται, σε ανάρτησή του, ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος., παραθέτωντας στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ.
Ειδικότερα, ο υπουργός αναφέρει: «Πολλοί συμπολίτες μας και αρκετοί δημοσιολογούντες αναπαράγουν συχνά το στερεότυπο ότι στην ελληνική οικονομία ανθεί σχεδόν αποκλειστικά η "μονοκαλλιέργεια" του τουρισμού ή ότι η Ελλάδα "δεν παράγει ούτε καρφίτσα". Είναι όμως έτσι; Η απάντηση είναι φυσικά και όχι. Ανατρέχοντας στα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για την πενταετία 2019-2024 θα διαπιστώσουμε ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες σημειώνουν σταθερή αύξηση σε αριθμό, σε εργαζόμενους και σε μισθούς».
Ο ίδιος σημειώνει: «Συγκεκριμένα, από το 2019 έως το 2024:
* οι μεταποιητικές επιχειρήσεις έχουν αυξηθεί κατά 2.793, από 26.935 σε 29.728 (+10%).
* οι εργαζόμενοι σε μεταποιητικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 56.800, από 324.065 σε 380.865 (+18%).
* οι μέσες αποδοχές εργαζόμενων σε μεταποιητικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 250 ευρώ/μήνα, από 1.190 ευρώ σε 1.441 ευρώ.
Ταυτόχρονα το μερίδιο της βιομηχανίας και της μεταποίησης αυξήθηκε στα 5 αυτά χρόνια κατά σχεδόν 3 μονάδες του ΑΕΠ (+25%), προσεγγίζοντας το 14% του ΑΕΠ και σημειώνοντας τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρώπη που σημείωσε ρυθμό αύξησης μόλις 3%.
Ενώ και οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών πλέον κινούνται μεταξύ 40-45% του ΑΕΠ όταν πριν την κρίση χρέους ήταν περίπου στο μισό».
«Μέταλλα, τρόφιμα, φάρμακα, χημικά προϊόντα, τεχνολογικά αγαθά, ενεργειακά προϊόντα, δομικά υλικά, όπως και ναυτιλιακές, χρηματοοικονομικές, τηλεπικοινωνιακές και τουριστικές υπηρεσίες είναι μερικοί μόνο από τους κλάδους που ξεχωρίζουν και διακρίνονται όλο και συχνότερα στις διεθνείς αγορές. Όλα αυτά είναι στοιχεία μιας έως πρότινος εσωστρεφούς οικονομίας που σταδιακά αλλάζει και μετασχηματίζεται σε μια ανοιχτή και εξωστρεφή οικονομία διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Μια οικονομία που παράγει και εξάγει», τονίζει ο κ. Σκέρτσος.
«Και είναι αποτέλεσμα», συνεχίζει ο υπουργός Επικρατείας, «μιας οικονομικής πολιτικής που έχει επιλέξει τους χαμηλότερους φόρους στην παραγωγή και την εργασία, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την πρόσβαση σε φθηνότερο δανεισμό, την ευελιξία και ταυτόχρονα την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, τη δημοσιονομική σταθερότητα και υπευθυνότητα, την ενεργειακή αυτονομία και ασφάλεια μέσα από ένα πιο πράσινο μίγμα πηγών ενέργειας που στηρίζεται όλο και περισσότερο σε ΑΠΕ».
«Η Ελλάδα αλλάζει με σταθερά βήματα και συνετές επιλογές. Και γίνεται πιο παραγωγική, πιο πράσινη και ψηφιακή, πιο δίκαιη, πιο ισχυρή και εν τέλει πιο ελεύθερη και πιο ασφαλής», καταλήγει.