Με γνώμονα το ευρωπαϊκό μοντέλο, κύρια στόχευση την «απομόνωση» του ΔΝΤ και βασική επιδίωξη την εξεύρεση ενός ήπιου «πλαισίου» για τις ομαδικές απολύσεις κατέρχεται το υπουργείο Εργασίας στις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των Θεσμών. Στην «καυτή» ατζέντα των συζητήσεων που ανοίγει αύριο, συμπεριλαμβάνονται το καθεστώς των απεργιών, η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, αλλά και η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ζήτημα που θέτει εκ νέου η ελληνική πλευρά.
Παιχνίδι ευαίσθητων ισορροπιών που θα περιλαμβάνει τακτικισμούς και στρατηγική, μπορεί να χαρακτηριστεί η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά που ξεκινάει επίσημα αύριο. Βασικός στόχος της ελληνικής πλευράς είναι η εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό μοντέλο-κεκτημένο που διέπει τα εργασιακά ζητήματα και η «αποξένωση» των αιτημάτων που θα καταθέσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο Γιώργος Κατρούγκαλος έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι «οι δηλώσεις του ΔΝΤ απηχούν την ιδεοληπτική του προσήλωση στον πιο ακραίο νεοφιλευθερισμό» και με βάση αυτή την θεώρηση προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις. Οι ομαδικές απολύσεις θα βρεθούν στο επίκεντρο, με την ελληνική πλευρά να αποδέχεται την αναγκαιότητα εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά παράλληλα να αναζητά την κατάλληλη «φόρμουλα» που θα παρέχει κάποιες δικλείδες ασφαλείας προς τος εργαζόμενους.
Η πρόσφατη εισήγηση του εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αναφορικά με το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων στην Ελλάδα, δεν αφήνει περιθώρια ουσιαστικών ελιγμών στο ζήτημα. Στην απόφασή του εκτιμά ότι το προστατευτικό για τους εργαζόμενους νομοθετικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στη χώρα μας, είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ε.Ε, καθώς περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία. Παράλληλα κάνει ιδιαίτερα μνεία στον θεσμό της διαιτησίας (στην κρατική παρέμβαση σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων), λέγοντας ότι οποιαδήποτε παρέμβαση του εκάστοτε υπουργού Εργασίας σε υποθέσεις ομαδικών απολύσεων από εταιρίες, με απώτερο σκοπό να τις αποτρέψει, επίσης αντιβαίνει τους κοινοτικούς κανόνες.
Όλα δείχνουν ότι η εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι μονόδρομος, κάτι που γνωρίζει καλά και το υπουργείο Εργασίας. Αυτό που προέχει για τον κ.Κατρούγκαλο και τους συνεργάτες του, είναι η διαμόρφωση μιας πιο ήπιας πρότασης, ενός πλαισίου που σχετίζεται άμεσα με το ευρωπαϊκό μοντέλο αλλά θα «ακουμπάει» και στις ελληνικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες.
Προς αυτή την κατεύθυνση, που σχετίζεται όπως προαναφέρθηκε άμεσα με την προσπάθεια απομόνωσης του ΔΝΤ, η ελληνική πλευρά έχει αναλάβει την πρωτοβουλία για την διοργάνωση διεθνούς συνεδρίου, στις 16 και 17 Σεπτεμβρίου για τα εργασιακά, με τη συμμετοχή Ευρωπαίων υπουργών και εκπροσώπων συνδικάτων. Βασικός στόχος είναι να δοθεί έμφαση στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό των αλλαγών στην αγορά εργασίας.
Οι ομαδικές απολύσεις αποτελούν ζήτημα ύψιστης πολιτικής σημασίας για την κυβέρνηση. Το Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζει πολύ καλά, ότι πρέπει να διατηρήσει μια προσεκτική και ισορροπημένη στάση στο εν λόγω ζήτημα, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργηθούν σοβαρές αναταράξεις κυρίως στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Σημειολογικά και μόνο τα εργασιακά αποτελεί θέμα «κορωνίδα» μιας αριστερής κυβέρνησης, που τηρουμένων των συνθηκών δεν επιθυμεί την αναζωπύρωση ενός νέου μετώπου, αυτή την φορά στο εσωτερικό της.
Αντίβαρο οι συλλογικές συμβάσεις στον κατώτατο μισθό του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ είναι ξεκάθαρο στα αιτήματά του, όπου ζητούν επί της ουσίας μεγαλύτερα ευελιξία στην αγορά εργασίας. Μάλιστα δεν αποκλείεται, αν και κάτι τέτοιο δεν έχει επιβεβαιωθεί άμεσα, το ταμείο να ρίξει αιφνιδιαστικά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, θέμα μείωσης κατώτατου μισθού. Η ελληνική πλευρά είναι προετοιμασμένη και γι’ αυτό το ενδεχόμενο, χρησιμοποιώντας την ήδη δημόσια κατατεθειμένη πρότασή της για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, ως αντίβαρο στις επιδιώξεις του ΔΝΤ.
Μέσω αυτή της τακτικής προτάσεων και αντιπροτάσεων, έχοντας πάντα ως άξονα το ευρωπαϊκό μοντέλο, το υπουργείο Εργασίας θα επιδιώξει να απαντήσει στην όποια… επιθετικότητα εκφράσει το ΔΝΤ. Επί τάπητος θα τεθούν και το ζήτημα του καθεστώτος που διέπει τις απεργίες, όπως επίσης και η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου.
Οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο αναμένεται να προκαλέσουν την σφοδρή αντίδραση των συνδικάτων τα οποία θεωρούν τους υφιστάμενους νόμους (του 1982 και του 1994) εμβληματικά μεταπολιτευτικά νομοθετήματα και κεκτημένα.