Την θέση πως η ομαλή αναπτυξιακή πορεία της χώρας εξαρτάται από το να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς “βιώσιμο” με τεχνικούς όρους το ελληνικό χρέος, τόνισε ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Ειδικότερα, σε ομιλία του κατά την έναρξη του συνεδρίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας με θέμα «Η Ελληνική Οικονομία Μετά το Κλείσιμο του Τρίτου Προγράμματος», που διεξάγεται στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στην ελληνική οικονομία στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, επισημαίνοντας την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους και υπενθυμίζοντας τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις των εταίρων μας έναντι της Ελλάδας, αλλά και την πρόταση του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, η οποία συνδέει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας με μια «ρήτρα ανάπτυξης».
Όπως τόνισε ο κ. Παυλόπουλος, η ευρωζώνη πρέπει να κατανοήσει ότι, σήμερα, ο πραγματικός «εχθρός» της δεν είναι τόσο το έλλειμμα όσο το χρέος, ενώ αναφερόμενος στη ρήτρα ανάπτυξης επισήμανε ότι αλλάζει τη λογική τής εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, βάσει της οποίας η αποπληρωμή του γινόταν ανεξαρτήτως του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν η χώρα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης που υπολείπονται του προβλεπόμενου στόχου.
«Η λογική Μακρόν εκκινεί από την παραδοχή ότι ο πιο βιώσιμος τρόπος αντιμετώπισης του χρέους περνά, πρωτίστως, μεσ' από την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης. Στόχος είναι να δοθεί επαρκής ευελιξία στην αποπληρωμή του χρέους, έτσι ώστε οι ετήσιες επιβαρύνσεις να μην καταθλίβουν την προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, όπως δυστυχώς συνέβη τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των Μνημονίων. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συμφωνηθεί π.χ. επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής και μείωση των τοκοχρεολυσίων, με παράλληλη προσφορά επαρκών εγγυήσεων προς τους δανειστές, αλλά και εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων και αλλαγών για τόνωση της ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας.
Η ως άνω πρόταση Μακρόν είναι τόσο περισσότερο σύγχρονη και αποτελεσματική για την εξασφάλιση της διαχειρισιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, όσο αποτελεί κοινό τόπο το ότι ο καταλληλότερος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους συνίσταται στην τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης κάθε χώρας: Όσο μεγαλύτεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο θωρακίζεται η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους μιας χώρας, δοθέντος ότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους εξαρτάται, ευθέως και απολύτως, από το μέγεθος του ΑΕΠ» σημείωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Παράλληλα, χαρακτήρισε την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους ως επιβεβλημένη μεταρρύθμιση που αφορά την εν γένει άμυνα της ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι θα ήταν ένα νέο λάθος εκ μέρους των ευρωπαϊκών θεσμών, το να κρίνουν το ελληνικό πρόβλημα δημόσιου χρέους ως «ξένο» προς το γενικότερο αντίστοιχο πρόβλημα της ευρωζώνης. Δοθέντος μάλιστα ότι, κατά ένα σημαντικό τουλάχιστον μέρος, το ελληνικό πρόβλημα δημόσιου χρέους οφείλεται και στα αίτια της γενικευμένης κρίσης χρέους εντός ευρωζώνης.
Υπογράμμισε, επίσης, ότι είναι κάτι περισσότερο από ευκρινές ότι η ευοίωνη προοπτική της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνον από τις δικές της προσπάθειες, αλλά και από τη στάση των εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση -επέκεινα δε των ευρωπαϊκών θεσμών εν γένει- πολλώ μάλλον όταν, από τη μια πλευρά, η Ελλάδα εκπληρώνει στο ακέραιο τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις. Και, από την άλλη πλευρά, τα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας είναι, εν πολλοίς, και προβλήματα πολλών άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα προβλήματα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει της νομοτελειακής ανάγκης ενοποίησής της. Διότι, θα ήταν μια επιζήμια, για το μέλλον και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίληψη να θεωρήσουμε σήμερα πως η περίπτωση της Ελλάδας είναι ένα μεμονωμένο δείγμα κρίσης στο πεδίο του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
Αντιθέτως, εξήγησε, η περίπτωση της ελληνικής κρίσης -και αυτό φάνηκε ήδη εξ αρχής, όταν μεταξύ 2009-2010 υποτιμήθηκε η ελληνική κρίση ως μεμονωμένο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο- πρέπει να καταγραφεί στη συνείδηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωπαϊκών θεσμών, ως ένα σήμα κινδύνου που αφορά το ίδιο το ευρωπαϊκό σκάφος, όταν πλέει στα ταραγμένα νερά μιας ανεξέλεγκτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης με τα υπό κατάρρευση «παγόβουνα» ορισμένων αδίστακτων αγορών να προσβλέπουν στο ναυάγιο ενός «ευρωπαϊκού Τιτανικού».
Παρατήρησε, δε, ότι το ευοίωνο μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από συνθήκες και προϋποθέσεις που αφορούν, στο ακέραιο, το ευοίωνο μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της ευρωζώνης και παρατήρησε ότι ουδείς σήμερα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνον, μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι, η Ελλάδα έχει εκπληρώσει, και μάλιστα στο ακέραιο, τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο των Μνημονίων που της έχουν επιβληθεί.
«Μνημονίων, για το όλο περιεχόμενο των οποίων -και συγκεκριμένα σφάλματά του- η Ελλάδα δεν είναι αποκλειστικώς υπεύθυνη, αφού οφείλονται και στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη εμφανίσθηκαν εντελώς ανέτοιμες όταν προέκυψε, μεταξύ 2009-2010, η ελληνική κρίση, θεωρώντας επιπλέον, ότι η κρίση αυτή ήταν μεμονωμένο φαινόμενο. Ήταν δε, τότε που η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη:
Προσέτρεξαν στις υπηρεσίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), δίχως να υπολογίσουν ότι ο θεσμός αυτός δεν είχε τότε την απαιτούμενη εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων, εντός χωρών που είναι μέλη μιας νομισματικής ένωσης, οι οποίες λόγω του κοινού νομίσματος μπορεί να μεταδοθούν διαδραστικώς στο τραπεζικό σύστημα και στο κόστος των χρεωγράφων και των λοιπών χωρών της ένωσης. Δοθέντος, επιπροσθέτως, ότι το ΔΝΤ στήριζε πάντα τα, όποια, προγράμματα υιοθέτησε παγκοσμίως στη βάση της υποτίμησης του κατά περίπτωση εθνικού νομίσματος (άμεση αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους), όταν ήταν δεδομένο ότι το ευρώ, από τη φύση του, δεν υπόκειται σε τέτοιας μορφής υποτιμήσεις και μια βιαστική αναδιάρθρωση του χρέους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στο κόστος δανεισμού και στη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος άλλων κρατών-μελών. Εξ ού και τα άκρως βλαπτικά για την Ελλάδα σφάλματα του πρώτου μνημονίου, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υπερ-αισιόδοξες εκτιμήσεις του πολλαπλασιαστή και τις εντεύθεν βαρύτατες υφεσιακές συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Επέκεινα δε, όταν αντιλήφθηκαν στην πορεία τα προβλήματα του ΔΝΤ και δημιούργησαν τον ESM, όχι μόνο δεν τον εξόπλισαν, εγκαίρως, με τ' αναγκαία μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής του αλλά και, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν προχώρησαν -επίσης εγκαίρως- στην μετατροπή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να υποκαταστήσει αμέσως το ΔΝΤ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης.
Υπό τις ως άνω συνθήκες, και εφόσον η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ακόμη και για λάθη που δεν της αναλογούν, καθίσταται κάτι περισσότερο από σαφές ότι οι εταίροι μας οφείλουν να εκπληρώσουν εφεξής και τις δικές τους δεσμεύσεις. Και εδώ περιορίζομαι ν' αναφερθώ στη βασική υποχρέωση των εταίρων μας ως προς την διασφάλιση της διαχειρισιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την κρίνω δε ως βασική, διότι το «τέρας» του χρέους -στο σύνολό του και ιδίως ως προς την διάσταση του δημόσιου χρέους- αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε την ευρωζώνη» υπογράμμισε ο κ. Παυλόπουλος.
Υπερασπιζόμενος τη θέση ότι η ομαλή αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της, ώστε αυτό να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς «βιώσιμο» με τεχνικούς όρους και διευκρίνισε:
«Διότι προφανώς -και a contrario- ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης δεν είναι δυνατό ν' ακολουθήσει ομαλή αναπτυξιακή πορεία, όταν το δημόσιο χρέος του δεν είναι μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμο, όσον αφορά το ποσοστό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός από τα τοκοχρεολύσια εις βάρος των αναπτυξιακών δαπανών, που είναι απαραίτητες για να προσελκυσθούν υψηλής ποιότητας ιδιωτικές επενδύσεις. Επενδύσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης και, επομένως, για την ενίσχυση της δυνατότητας μιας χώρας ν' αποπληρώσει το χρέος της.
Ούτως ή άλλως υφίσταται ρητή δέσμευση των θεσμών έναντι της Ελλάδας για ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της -πάντα κατά τους κανόνες του ESM- όταν και εφόσον η Ελλάδα εκπληρώσει τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, πράγμα που, όπως προεκτέθηκε, έχει συντελεσθεί ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πέραν τούτου υφίσταται ένα είδος «αρχής εκπληρώσεως» αυτής της δέσμευσης των θεσμών, έναντι της Ελλάδας, με βάση την συμφωνία που επιτεύχθηκε στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 24 Μαΐου 2016. Η συμφωνία αυτή αφορά την εφαρμογή, σε πρώτο στάδιο, των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης που εγκρίθηκαν, στις 23 Ιανουαρίου 2017, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
Τα ως άνω μέτρα συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων του EFSF, σύμφωνα με την τρέχουσα μεσοσταθμική διάρκεια, έως 3,5 έτη, στη σύναψη πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων από τον ESM και στη μετατροπή του κυμαινόμενου σε σταθερό επιτόκιο 1,5% για το 30%, περίπου, των υφιστάμενων δανείων του EFSF και για το 85% των υφιστάμενων και μελλοντικών δανείων του ESM.
Η εφαρμογή των ανωτέρω βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας οδηγεί σε σταθεροποίηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε 100%, περίπου, από το 2033 και έπειτα. Ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μειώνονται, περίπου, κατά 4% του ΑΕΠ».
Καταλήγοντας, επισήμανε ότι η σοβούσα παγκόσμια κρίση χρέους συνιστά, προσλαμβάνει οιονεί «υπαρξιακές» διαστάσεις για την ευρωζώνη και χαρακτήρισε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου ν' αποκτήσει τον κατάλληλο αμυντικό θώρακα εναντίον της απειλητικής παγκόσμιας κρίσης χρέους, αποτελούν, σχεδόν, μονόδρομο.
Ειδικότερα ανέφερε ότι απαιτείται:
-η θεσμική ολοκλήρωση του status του Eurogroup, τόσον ως προς την δομή του όσο και ως προς την λήψη των αποφάσεών του.
-η θεσμική μετατροπή του ΕΜΣ σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
-η θεσμική θωράκιση της ΕΚΤ με τα κατάλληλα μέσα, ώστε αφενός ν' αποκτήσει τις αρμοδιότητες ελέγχου του συνόλου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Και, αφετέρου, ν' αποκτήσει τα κατάλληλα δημοσιονομικά εργαλεία -με κορωνίδα μια μορφή «ευρωομολόγου»- ώστε, όπως όλες οι πραγματικές Κεντρικές Τράπεζες, ν' αμύνεται αποτελεσματικώς εναντίον κάθε μορφής κρίσης χρέους».
Μάλιστα, υποστήριξε ότι ως ένδειξη συνειδητοποίησης του ότι η περίπτωση του ελληνικού δημόσιου χρέους δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά «δείγμα γραφής» -έστω και υπό μερικότερη εκδοχή- της κρίσης χρέους των ασθενέστερων οικονομικώς κρατών μελών της ευρωζώνης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν υποχρέωση να προβούν -και με βάση την θεμελιώδη, για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχή της Αλληλεγγύης- σε ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Τέλος, πρόσθεσε ότι όλες οι προαναφερόμενες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν για τη διασφάλιση της ευρωζώνης από τον κίνδυνο της κρίσης χρέους, αν δεν αλλάξει, το ταχύτερο δυνατό, η ως τώρα ακολουθούμενη πολιτική αυστηρής λιτότητας και έκλεισε τον χαιρετισμό του με το συμπέρασμα ότι μπροστά στις προκλήσεις που υπονομεύουν την ίδια την υπόστασή της, η ευρωζώνη πρέπει να κατανοήσει ότι σήμερα ο πραγματικός «εχθρός» της δεν είναι τόσο το έλλειμμα, όσο το χρέος.