Στα 20 χρόνια παραγράφονται τα επιδόματα που καταβλήθηκαν από ΕΦΚΑ, ΟΠΕΚΑ και ΔΥΠΑ σε άτομα τα οποία, όπως διαπιστώνεται εκ των υστέρων, δεν τα δικαιούνταν, πλην μίας εξαίρεσης, που εφόσον ισχύει παύει η αναζήτηση των επιδομάτων που καταβλήθηκαν παράνομα.
Αυτό προκύπτει από την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (532/2025), με την οποία απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν.
Το ΣτΕ σημειώνει στην απόφασή του ότι η ισχύουσα νομοθεσία καθιερώνει την εικοσαετία ως γενικό κανόνα, που ισχύει πλέον για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής των αξιώσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές.
Στο πλαίσιο αυτό, οι παροχές-επιδόματα που έχουν καταβληθεί σε μη δικαιούχους αναζητούνται εντός 20 ετών είτε από τον ίδιο τον δικαιούχο είτε από τους κληρονόμους του.
Ειδικότερα, ο ασφαλιστικός φορέας έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεώστητες τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που έχει καταβάλει στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο χωρίς να τις δικαιούται πραγματικά.
Για την αναζήτηση των εν λόγω ποσών αρκεί η επίκληση και η απόδειξη από τον φορέα του θετικού γεγονότος της καταβολής και ελλείψεως υποχρεώσεως καταβολής (ελλείψεως νόμιμης αιτίας), ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών.
Υποχρέωση προς επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, έχουν κατ’ αρχήν και οι καλόπιστοι ασφαλισμένοι/συνταξιούχοι και είναι αδιάφορο το ότι οι παροχές καταβλήθηκαν με πράξεις των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα κατόπιν αιτήσεως - υπεύθυνης δηλώσεως του ίδιου του λήπτη των παροχών, με βάση στοιχεία που κατέχει ο φορέας και στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο ασφαλισμένος.
Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα. Ο ν. 4093/2012 προβλέεπει ότι η αξίωση του ασφαλιστικού φορέα για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών υπόκειται σε 20ετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή (όπως συμβαίνει και για την αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό), ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος.
Η εξαίρεση
Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του κανόνα αυτού, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (αποδόσεώς) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα.
Ωστόσο το ΣτΕ σημειώνει, ότι, αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της ελλείψεως της νόμιμης αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως.
Ο λήπτης μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψεως της παροχής, δηλαδή μεταβολή που αφορά τον λήπτη ή μέλη της οικογένειάς του για τα οποία χορηγούνται στον λήπτη παροχές και αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση (υγεία κ.λπ.) ή οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση τέκνων, θάνατος κ.λπ.) ή οικονομική κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση για οποιαδήποτε αιτία ή λήψη επιδόματος κ.λπ.) του ιδίου ή/και των μελών της οικογένειάς του, πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία.
Όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς το εάν νομίμως συνεχίζεται η καταβολή της παροχής.
Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιεί την παροχή δεόντως. Αλλιώς, η συμπεριφορά του υπό τις ειδικές περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι καλόπιστη.