Πρωταρχικό καθήκον της επόμενης κυβέρνησης σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα θα πρέπει να είναι (α) η εφαρμογή του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει την ολική παραγωγικότητα της οικονομίας και (β) η επιστροφή σε πρωτογενή, διαρθρωτικά δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, ώστε φέτος να ανακτηθεί, να διατηρηθεί, και μεσοπροθέσμως να υπερακοντιστεί, η επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα έχει ευνοϊκές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Όπως ανέφερε ο ίδιος μιλώντας σήμερα στο Ελληνικό Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών «2nd Banking Forum: Internal Audit, Risk Management & Compliance: Three voices - Two lines - One mission!» παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας σε πολλούς τομείς και την άνοδο στην κλίμακα κατάταξης των τελευταίων ετών, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται ακόμα σχετικά χαμηλά στους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Εξάλλου, όπως είπε, το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά των επιπέδων του 2008, το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο της ευρωζώνης, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται πάνω από το 6% του ΑΕΠ.
Προειδοποίησε δε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος.
Αναφερόμενος στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα υποστήριξε ότι έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία έτη σημαντικά βήματα προόδου και έχει ισχυροποιηθεί, ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αναταράξεις και κλυδωνισμούς, όπως αυτούς που βιώσαμε πρόσφατα. Ωστόσο, όπως είπε, ενώ οι προοπτικές για το εγγύς μέλλον προδιαγράφονται θετικές, παραμένουν προκλήσεις, όπως είναι η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εν μέσω πιέσεων στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων λόγω του πληθωρισμού, της ανόδου των επιτοκίων αλλά και της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον ίδιο προκλήσεις αποτελούν η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας και η περαιτέρω ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, η οποία υπολείπεται του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.