Ενα σημαντικό εμπόδιο για της σύμπλευση των χωρών της ΕE εξαλείφθηκε σήμερα έπειτα από συμφωνία των δύο ηγέτιδων χωρών της Eνωσης - της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Οι αντιπρόσωποι των δύο κρατών συμφώνησαν να σταματήσουν τις αντιπαραθέσεις ως προς την αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας - για την οποία εξέφραζε αντιρρήσεις κυρίως η Γερμανία.
Η πυρηνική ενέργεια θα αντιμετωπίζεται ισότιμα με τις ανανεώσιμες και άλλες μορφές ενέργειας.
Με την αλλαγή στάσης της γερμανικής κυβέρνησης πάνω σε αυτό το ζήτημα, Παρίσι και Βερολίνο έρχονται πιο κοντά μετά από τρία χρόνια, βοηθώντας έτσι την ολοκλήρωση της ΕΕ.
«Όταν η Γαλλία και η Γερμανία συμφωνούν, είναι πολύ πιο εύκολο για την Ευρώπη να προχωρήσει», δήλωσε ο Lars-Hendrik Röller, καθηγητής στο ESMT του Βερολίνου και πρώην οικονομικός σύμβουλος της Άνγκελα Μέρκελ. «Παρότι παραμένουν προκλήσεις, πιστεύω ότι αυτό το θέμα θα λυθεί», είπε.
Η απόφαση αυτή κάνει πιο πιθανή την ενίσχυση της γαλλικής πυρηνικής αποτροπής έναντι της Ρωσίας με την ένταξη της Γερμανίας και άλλων χωρών σε αυτή.
«Είναι μια καλοδεχούμενη προσέγγιση που θα διευκολύνει τη συζήτηση για την ενέργεια στην ΕΕ», δήλωσε ο Guntram Wolff, ανώτερος ερευνητής στο think-tank Bruegel. «Πολιτικά, ο Μερτς σκέφτεται και την “πυρηνική ομπρέλα”».
Η Αυστρία παραμένει πλέον η μόνη χώρα της ΕΕ που είναι αυστηρά αντίθετη στην πυρηνική ενέργεια. Άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο, έχουν αναθεωρήσει τις προηγούμενες δεσμεύσεις τους για κλείσιμο των αντιδραστήρων και έχουν επιστρέψει στην πυρηνική επιλογή.
Σε επιστολή που εστάλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την Παρασκευή και έχει περιέλθει στην κατοχή των Financial Times, υπουργοί από 12 κράτη-μέλη της ΕΕ που διαθέτουν πυρηνικούς σταθμούς τόνισαν ότι είναι «επιτακτική ανάγκη» η ΕΕ να αναγνωρίσει τη «συμπληρωματική φύση της πυρηνικής και της ανανεώσιμης ενέργειας».
Η Γερμανία, η οποία κάλυψε πάνω από το 60% των ενεργειακών της αναγκών από ανανεώσιμες πηγές το 2023, αντιστεκόταν εδώ και καιρό στις πιέσεις της Γαλλίας να χαρακτηριστεί η πυρηνική ενέργεια ως «πράσινη». Η Γαλλία αντλεί περίπου το 70% της ηλεκτρικής της ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς.
Οι αντιρρήσεις του Βερολίνου οφείλονταν εν μέρει στον φόβο ότι η γαλλική βιομηχανία θα αποκτούσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στους 56 πυρηνικούς της αντιδραστήρες, ενώ η γερμανική βιομηχανία συνέχιζε να υποφέρει από τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου μετά τη διακοπή της παροχής φθηνού ρωσικού καυσίμου.
Η αντιπαράθεση είχε οδηγήσει σε μακροχρόνιες διαμάχες σχετικά με την χρήση των λέξεων «χαμηλών εκπομπών άνθρακα» — ένας όρος που συχνά θεωρείται συνώνυμος της πυρηνικής ενέργειας — στα νομικά κείμενα της ΕΕ. Η αναφορά αυτή υπήρχε ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με την ανανεώσιμη ενέργεια και την παραγωγή υδρογόνου, το οποίο το Βερολίνο θεωρεί κρίσιμη τεχνολογία για την απανθρακοποίηση της βιομηχανίας του.