Μεγάλες αλλαγές στην ποινική μεταχείριση των τραπεζικών στελεχών θα ζητήσει, αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών από την κυβέρνηση, στρέφοντας το βλέμμα όχι μόνο στη διευκόλυνση μελλοντικών χειρισμών, όπως το «κούρεμα» δανείων επιχειρήσεων, αλλά και σε εκκρεμείς από το παρελθόν και πολυσυζητημένες ποινικές υποθέσεις.
Η κυβέρνηση, δια του υπουργού Ανάπτυξης, Α. Γεωργιάδη, ο οποίος είχε ήδη την πρώτη του επαφή με την ΕΕΤ, έχει ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί εύλογο το αίτημα των εκπροσώπων του τραπεζικού κλάδου να προστατευθούν όσοι μπορεί να υπογράψουν συμφωνίες για «κούρεμα» δανείων από κακόβουλες προσπάθειες να συρθούν στη Δικαιοσύνη, ενδεχομένως και από ανταγωνιστές των επιχειρήσεων που θα ωφεληθούν από διαγραφές δανείων.
«Οι τράπεζες έχουν ζητήσει τη σχετική προστασία των στελεχών τους από κακόβουλες μηνύσεις. Ως Υπουργός Ανάπτυξης το βλέπω εξαιρετικά θετικά», τόνισε πρόσφατα ο υπουργός Ανάπτυξης, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ.
«Σήμερα», εξήγησε, «οι υπάλληλοι των τραπεζών φοβούνται ότι άμα υπογράψουν “κούρεμα” στην επιχείρηση άλφα, ο ανταγωνιστής της μπορεί να τους υποβάλλει μήνυση για απιστία. Συνεπώς, πρέπει να διαμορφωθεί ένα θεσμικό πλαίσιο τέτοιο που να επιτρέπει στον υπάλληλο της τράπεζας να μπορεί να κάνει τη δουλειά του από τις εμφανώς κακόβουλες μηνύσεις».
Πώς, όμως, μπορεί αυτό που ο υπουργός Ανάπτυξης περιγράφει ως μια μορφή προστασίας από κακόβουλες ενέργειες για να διευκολυνθεί η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να πάρει τη μορφή ενός νόμου; Η συζήτηση αυτή έχει ενταθεί στο προσκήνιο και το παρασκήνιο τουλάχιστον από τις αρχές του 2017, είναι αρκετά σύνθετη και κρύβει πολλά μυστικά, όπως λένε οι γνωρίζοντες.
Τι ζητάει η Ένωση Τραπεζών
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών ετοιμάζεται να επαναφέρει, αυτή την φορά προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, προτάσεις που είχαν συζητηθεί και με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από την εποχή της υπουργίας Κοντονή στο υπουργείο Δικαιοσύνης, χωρίς όμως να πάρουν τελικά μορφή νόμου και να φθάσουν στη Βουλή.
Δύο είναι οι προτάσεις της τραπεζικής πλευράς, οι οποίες θα κατατεθούν από την ΕΕΤ αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο:
- Με τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, να πάψει η αυτεπάγγελτη δίωξη για το αδίκημα της απιστίας προς τραπεζικό ίδρυμα (ή, ευρύτερα, προς επιχειρήσεις). Δηλαδή, να μην μπορεί ένας εισαγγελικός λειτουργός να αρχίσει μια έρευνα για μια υπόθεση όπου φέρεται να έχει ζημιωθεί μια τράπεζα από ενέργειες που έκαναν υπάλληλοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους, βασιζόμενος σε μια αναφορά τρίτου προσώπου, ή ενδεχομένως σε πληροφορίες από άλλες πηγές (π.χ.: δημοσιεύματα του Τύπου), αλλά αυτό να γίνεται μόνο κατ’ έγκληση από τη διοίκηση ή μετόχους της ίδιας της τράπεζας.
- Σε περίπτωση που ένας υπάλληλος προκαλέσει οικονομική ζημιά σε τράπεζα, αυτό να μην αντιμετωπίζεται ως ποινικό αδίκημα, αλλά να προσφεύγει η τράπεζα που έχει ζημιωθεί κατά του υπαίτιου στα πολιτικά δικαστήρια και να διεκδικεί την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί.
Οι προεκτάσεις
Αυτές οι τροποποιήσεις της ποινικής νομοθεσίας, που είχαν συζητηθεί τόσο στο πλαίσιο του νόμου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης επιχειρηματικών δανείων, όσο και στο πλαίσιο της πρόσφατης αναθεώρησης του Ποινικού Κώδικα, δεν θα έχουν εφαρμογή μόνο σε μελλοντικές υποθέσεις, αλλά έχουν «ουρές» που φθάνουν και σε πολύκροτες, εκκρεμείς υποθέσεις.
Για παράδειγμα, αν μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν αν μια τράπεζα ζημιώθηκε ή όχι από ενέργειες στελεχών της, όσον αφορά την έγκριση δανείων, είναι η διοίκηση και οι μέτοχοι της τράπεζας, προφανές είναι ότι θα «αδυνατίσουν» και άλλες υποθέσεις που ήδη έχουν φθάσει ή είναι πιθανόν να έλθουν στο ακροατήριο.
Η πολύκροτη υπόθεση των δανείων προς τον Στ. Ψυχάρη για την εξαγορά του ΔΟΛ, όπου κατηγορούνται τραπεζικά στελέχη, βρίσκεται ήδη στο ακροατήριο και, αν στο μεταξύ τεθεί σε ισχύ μια τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα που θα «θολώνει» τον ορισμό της ζημιάς της τράπεζας, προφανώς αυτό θα αποβεί προς όφελος των κατηγορουμένων.
Το ίδιο ισχύει και για την άλλη πολύκροτη υπόθεση των «θαλασσοδανείων» σε κόμματα, μια υπόθεση που έχει περάσει από… σαράντα κύματα και τώρα αναμένεται να κριθεί από το δικαστικό συμβούλιο αν θα φθάσει στο ακροατήριο.
Επίσης, όπως λένε νομικοί, όποια και αν είναι η διατύπωση του νόμου, θα είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν οι τράπεζες από τις άλλες επιχειρήσεις, ώστε να μην επεκταθεί η εφαρμογή της νέας νομοθεσίας και σε περιπτώσεις μεγάλων οικονομικών σκανδάλων, όπου επιχειρήσεις φέρονται να έχουν ζημιωθεί από στελέχη τους, όπως είναι η περίπτωση της Folli Follie. Και για τις επιχειρήσεις, που είναι, όπως και οι τράπεζες, νομικά πρόσωπα θα πρέπει να εφαρμοσθεί ο ίδιος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο πραγματικός κριτής του αν υπήρξε ζημιά από ενέργειες στελεχών είναι το διοικητικό συμβούλιο και οι μέτοχοι. Αυτό θα ανοίξει, πιθανότατα, μια ευρύτερη και πολιτικά δύσκολη συζήτηση.
Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση και πρωτίστως ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης, Κ. Τσιάρας, καλείται να βρει τη χρυσή ισορροπία που θα διασφαλίζει από τη μια ότι θα διευκολυνθούν οι τράπεζες να ρυθμίσουν δάνεια επιχειρήσεων, ακόμη και με «κούρεμα», ώστε να διευκολυνθεί η οικονομική ανάκαμψη και, από την άλλη, ότι δεν προσφέρουν υπερβολικά μεγάλη «ομπρέλα» στα στελέχη των τραπεζών, προκαλώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα…