Επιστροφή στις τράπεζες, έστω και με δειλά βήματα, των χρημάτων που βρίσκονται στα «στρώματα», διαπιστώνει ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Μητράκος.
Μιλώντας στο RED Business Forum ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αναφέρθηκε στη αυξητική πορεία των καταθέσεων, λέγοντας πως οι καταθέσεις επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που παραδοσιακά σχετίζονται με το βαθμό εμπιστοσύνης στην οικονομία, συνέχισαν να καταγράφουν αύξηση. Μετά από αύξηση κατά 5,9 δισεκ. ευρώ το 2017 αυξήθηκαν περαιτέρω κατά 7,6 δισεκ. ευρώ το 2018, με τις καταθέσεις των επιχειρήσεων να αυξάνονται κατά 1,8 δισεκ. ευρώ και των νοικοκυριών κατά 5,8 δισεκ. ευρώ.
Μάλιστα, σημείωσε, ότι είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των καταθέσεων των νοικοκυριών εμφανίζει συνεχή βελτίωση τα τελευταία χρόνια, ενώ μέρος της αύξησης του 2018 φαίνεται να οφείλεται στην επιστροφή αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων στις τράπεζες, δηλαδή στο λεγόμενο «χρήμα στο στρώμα». Παράλληλα, οι τράπεζες βελτίωσαν την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά έναντι εξασφαλίσεων με αποτέλεσμα το σημαντικό περιορισμό της έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) από την Τράπεζα της Ελλάδος (ELA), την οποία έχουν πλέον μηδενίσει (έναντι 22 δισεκ. το Δεκέμβριο του 2017).
Ωστόσο, όσον αφορά τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, τα μεγέθη παραμένουν υποτονικά, με το υπόλοιπο της τραπεζικής χρηματοδότησης να εμφανίζει το Φεβρουάριο του 2019 ετήσιο ρυθμό μεταβολής -0,6%. Βέβαια, σε κάποιους κλάδους, όπως για παράδειγμα σε εκείνους του τουρισμού, της ενέργειας, της ναυτιλίας, της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και της γεωργίας, καταγράφηκε το 2018 και τους πρώτους μήνες του 2019 θετική σωρευτική καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης.
Θετικές είναι οι ενδείξεις από τις έρευνες για τις τραπεζικές χορηγήσεις στην Ελλάδα, ιδίως δε με βάση τις απαντήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην έρευνα SAFE, όπου, για πρώτη φορά στην πλέον πρόσφατη επανάληψη της έρευνας για την περίοδο Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2018, για πρώτη φορά παρατηρήθηκε αύξηση της διαθεσιμότητας όλων των μορφών τραπεζικών πιστώσεων. Η παρατήρηση αυτή συνδέεται όχι μόνο με τη σχετικά μεγαλύτερη προθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν χρηματοδότηση, αλλά και με τις ευνοϊκότερες προοπτικές των υποψήφιων για δανεισμό επιχειρήσεων.
Αναφερόμενος στην αγορά ακινήτων, ο κ. Μητράκος είπε πως «έχοντας υποστεί σημαντικό πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης, αναπτύσσει σταδιακά μία νέα δυναμική, η οποία αποτυπώνεται στους ρυθμούς μεταβολής των αξιών τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων», ανέφερε ο ίδιος, παραθέτοντας τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία, το 2018 ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων ανήλθε στο 1,5%, για πρώτη φορά μετά από εννέα συνεχή χρόνια πτωτικής πορείας.
«Είναι πλέον σαφές ότι η αγορά των ακινήτων σταδιακά ανακτά μέρος της δραστηριότητας την οποία είχε απολέσει στην περίοδο της κρίσης. Βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο σταθεροποίησης με σημαντικές ενδείξεις ανάκαμψης και η αυξανόμενη κινητικότητα τόσο στην αγορά οικιστικών όσο και στην αγορά των επαγγελματικών ακινήτων εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια του 2019».
Σύμφωνα με τον υποδιοικητή της ΤτΕ ΕΛΛ -0,43%, βασική κινητήρια δύναμη της αγοράς φαίνεται ότι είναι η τρέχουσα δυναμική του τουρισμού, που επηρεάζει θετικά τις κατοικίες μέσω της εξάπλωσης των βραχυχρόνιων μισθώσεων και τα επαγγελματικά ακίνητα μέσω της ανάπτυξης τουριστικών και συμπληρωματικών χρήσεων.
«Η ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη της αγοράς θα εξαρτηθεί από τη διασπορά των επενδύσεων και την επέκταση της ζήτησης σε μεγαλύτερο φάσμα της αγοράς μέσω της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος και της περαιτέρω μείωση της ανεργίας, ιδίως δε προς τις δευτερεύουσες αγορές και προς το χαμηλότερων προδιαγραφών απόθεμα αδιάθετων ακινήτων», εκτίμησε ο ίδιος.
Από την άλλη πλευρά, η επιτάχυνση της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου κρίνεται ως ιδιαίτερης βαρύτητας για τη διαμόρφωση θετικού επενδυτικού κλίματος, καθώς θα αναδείξει ένα σταθερό και φιλικό προς τις επενδύσεις οικονομικό περιβάλλον, σε έναν τομέα με σημαντικά περιθώρια αποδόσεων και πλήθος αναξιοποίητων δυνατοτήτων. Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων είναι απαραίτητη καθώς η εγχώρια αποταμίευση δεν επαρκεί για να χρηματοδοτήσει μεγάλα επενδυτικά έργα, ενώ ταυτόχρονα οι επενδύσεις αυτές μεταφέρουν σημαντική τεχνογνωσία στην εγχώρια αγορά.
Αυτονόητη είναι η αναγκαιότητα για απλοποίηση των διαδικασιών ελέγχων και αδειοδοτήσεων, επιτάχυνση της επίλυσης νομικών ζητημάτων και περιορισμό της γραφειοκρατίας σε όλα τα στάδια των έργων και των συναλλαγών, όπως άλλωστε και για μείωση της φορολογίας και αποκατάσταση της παροχής ρευστότητας από το πιστωτικό σύστημα.
Κόκκινα δάνεια
Κρίσιμο παράγοντα στην παγίωση και διάχυση του επενδυτικού ενδιαφέροντος σε ένα διευρυμένο εύρος ακινήτων θα αποτελέσει και η ταχεία αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs). Μάλιστα, καθώς τα ακίνητα αποτελούν τη βασικότερη μορφή εξασφάλισης των δανείων που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες, η σταθεροποίηση και η πρόσφατη ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων στη χώρα μας θα διευκολύνει σημαντικά την αποτελεσματική διαχείριση των NPEs, αυξάνοντας την αξία των εμπράγματων εξασφαλίσεων και τις τιμές πώλησης των επισφαλών δανείων στη δευτερογενή αγορά.
Αυτό θα ανατροφοδοτήσει το ενδιαφέρον για επενδύσεις και σε ακίνητα καθώς, λόγω της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου και της ενίσχυσης της αξίας των εξασφαλίσεων, θα διευκολυνθεί και η χορήγηση νέων πιστώσεων.
«Μέσα σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης ζήτησης στην αγορά ακινήτων, η επίπτωση της μαζικής πώλησης χαρτοφυλακίων ακινήτων των τραπεζών στις αξίες των ακινήτων εκτιμάται ότι, παρά τις πιέσεις βραχυχρόνια, σταδιακά θα εξισορροπηθεί. Μεσοπρόθεσμα, οι πωλήσεις των χαρτοφυλακίων αναμένεται να οδηγήσουν σε νέες αναπτύξεις, στην αναβάθμιση του απαξιωμένου αποθέματος και την κινητοποίηση περιουσιακών στοιχείων τα οποία παρέμεναν ανεκμετάλλευτα, μέσα από το πλαίσιο της δημιουργίας νέων επιχειρηματικών σχεδίων. Επομένως, η ενδεχόμενη πλεονάζουσα προσφορά, παρά την όποια αρχική επίδραση στις τιμές, θα μπορούσε βαθμιαία να κινητοποιήσει ένα νέο κύμα ζήτησης, με πολύ θετικές επιπτώσεις», ανέφερε ο κ. Μητράκος.Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία που υποβάλλουν οι τράπεζες στην Τράπεζα της Ελλάδος, το 2018 πραγματοποιήθηκαν 14.900 πλειστηριασμοί, από τους οποίους τελεσφόρησε το 32% (περίπου ισομερώς μοιρασμένο σε κατοικίες και επαγγελματικά ακίνητα), το οποίο αντιστοιχεί σε αξία περίπου 1 δισ. ευρώ (έναντι συνολικής αξίας περίπου 4 δισ. ευρώ του συνόλου των ακινήτων που είχαν εισαχθεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα των πλειστηριασμών το 2018).
Από τα ακίνητα για τα οποία τελεσφόρησε ο πλειστηριασμός, οι τράπεζες πλειοδότησαν για περίπου το 85%.Εκτός των ακινήτων που απέκτησαν μέσω πλειστηριασμών, έχουν περιέλθει στους ισολογισμούς των τραπεζών και ακίνητα από κατασχέσεις. Η καθαρή λογιστική αξία των ακινήτων αυτών ανήλθε στο τέλος του 2018 σε περίπου 1 δισεκ. ευρώ για τα επαγγελματικά ακίνητα και περίπου 570 εκατ. ευρώ για τις κατοικίες. Επιπρόσθετα των παραπάνω ποσών, οι τράπεζες διακρατούν στον ισολογισμό τους επενδυτικά ακίνητα αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ.