Παρότι σύμμαχος του Ιράν, η Κίνα παρακολουθεί με ανησυχία την κλιμάκωση της πυρηνικής κρίσης και επιδιώκει να διασφαλίσει ότι η κατάσταση θα παραμείνει υπό έλεγχο μέσω διπλωματικών διαύλων.Το Πεκίνο ανησυχεί ότι η κρίση ενδέχεται να φτάσει σε σημείο χωρίς επιστροφή, επιβαρύνοντας τις περιφερειακές και διεθνείς ισορροπίες.
Την ίδια στιγμή, η Ουάσινγκτον προσπαθεί να φέρει την Τεχεράνη πίσω στις διαπραγματεύσεις. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιδίωξε να ανοίξει ξανά διαύλους επικοινωνίας, αποστέλλοντας μάλιστα επιστολή στον Ανώτατο Ηγέτη του Ιράν, Αλί Χαμενεΐ, μέσω διπλωματών από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ωστόσο, η απάντηση της ιρανικής ηγεσίας ήταν άμεση και αρνητική.
Ο Χαμενεΐ απέρριψε την πρόταση, τονίζοντας ότι "δεν έχει νόημα η διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, καθώς δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους". Επανέλαβε, επίσης, πως το Ιράν δεν επιδιώκει την κατασκευή πυρηνικών όπλων, αν και η διεθνής κοινότητα παραμένει επιφυλακτική απέναντι στις προθέσεις της Τεχεράνης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Ιράν αποδέχθηκε να συμμετάσχει σε τριμερή συνάντηση με τη Ρωσία και την Κίνα στο Πεκίνο. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, οι αναπληρωτές υπουργοί Εξωτερικών των τριών χωρών υπογράμμισαν την ανάγκη να σταματήσουν οι κυρώσεις και οι απειλές χρήσης βίας, ενώ εξέφρασαν την κοινή τους προσήλωση στη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικών, Γουανγκ Γι, παρουσίασε ένα πενταμερές σχέδιο, το οποίο προτείνει την επιστροφή στις διαπραγματεύσεις με βάση τη συμφωνία του 2015 (JCPOA).
Η κλιμάκωση της κρίσης, ωστόσο, διατηρείται. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας, το Ιράν έχει ήδη εμπλουτίσει πάνω από 600 λίβρες ουρανίου σε επίπεδο 60%, πλησιάζοντας το όριο του 90% που απαιτείται για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Η εξέλιξη αυτή έχει εντείνει τις ανησυχίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες εκτιμούν ότι το Ισραήλ μπορεί να εξετάζει το ενδεχόμενο στρατιωτικών επιθέσεων κατά του Ιράν μέσα στο επόμενο έτος. Ο Τραμπ, από την πλευρά του, προειδοποίησε ότι μια στρατιωτική παρέμβαση θα είχε καταστροφικές συνέπειες, επιμένοντας στην ανάγκη για επαναφορά των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με ανάλυση του Foreign Policy, η Κίνα αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης και προσπαθεί να αποτρέψει την περαιτέρω κλιμάκωση. Όπως αναφέρει ο Τονγκ Ζάο, ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace, το Πεκίνο δεν επιθυμεί την αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, καθώς κάτι τέτοιο θα είχε ευρύτερες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες.
Έχοντας διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας JCPOA, η Κίνα και η Ρωσία συνεχίζουν να εργάζονται για την αναβίωσή της. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία το 2018, στο πλαίσιο της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» του Τραμπ, οδήγησε σε μεγαλύτερες εντάσεις, χωρίς να επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Σήμερα, τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία έχουν ισχυρά συμφέροντα στην επανέναρξη των συνομιλιών, με τη Μόσχα να διαδραματίζει έναν «ασυνήθιστο» ρόλο ως διαμεσολαβητής, λόγω των στενών σχέσεών της με την Τεχεράνη.
Το Πεκίνο, από την πλευρά του, επιθυμεί να εδραιώσει τον ρόλο του ως υπεύθυνη παγκόσμια δύναμη. Θέλει να δείξει ότι δεν παραμένει εκτός σημαντικών διαπραγματεύσεων, όπως συνέβη με την κρίση στην Ουκρανία και επιδιώκει να ενισχύσει τη διπλωματική του παρουσία στη Μέση Ανατολή.
Η εμπλοκή της Κίνας στις διαπραγματεύσεις για το Ιράν αποτελεί απόδειξη του πολύπλοκου γεωπολιτικού πλαισίου και της σημασίας που αποδίδει το Πεκίνο στη σταθερότητα της περιοχής. Καθώς η ένταση αυξάνεται, το κατά πόσο οι διπλωματικές πρωτοβουλίες θα αποτρέψουν μια σύγκρουση παραμένει αβέβαιο.