Ακόμη πιο δύσκολη γίνεται η εξίσωση της συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα με ρόλο χρηματοδότη, μετά τη συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβούλιου του, καθώς η άποψη της πλειοψηφίας των διευθυντών, με την οποία έχουν πολλούς λόγους να διαφωνούν τόσο η Αθήνα, όσο και το Βερολίνο, ουσιαστικά... σκίζει το τρίτο μνημόνιο και θέτει επιτακτικά ζήτημα αλλαγής των στόχων και του μείγματος πολιτικής.
Ύστερα από μια συνεδρίαση πλούσια σε παρασκηνιακές διεργασίες, που άρχισε με καθυστέρηση δύο ωρών και διήρκεσε περισσότερο από το αναμενόμενο (ολοκληρώθηκε μετά τις 3 π.μ., ώρα Ελλάδας), το εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου έδωσε στη δημοσιότητα τις εκτιμήσεις των διευθυντών για την ελληνική οικονομία.
Αυτές, χωρίς να συνδέονται άμεσα με την έγκριση νέας χρηματοδότησης στην Ελλάδα (αυτή κρίνεται σε ξεχωριστή διαδικασία), ωστόσο σκιαγραφούν το περίγραμμα της συμφωνίας που ζητεί το ΔΝΤ, για να μείνει στην Ελλάδα σε ρόλο χρηματοδότη, όπως απαιτεί επιτακτικά το Βερολίνο.
Ισορροπία... πίκρας
Η συνταγή του ΔΝΤ είναι... ισορροπημένα «πικρή» για την Αθήνα και το Βερολίνο, που καλούνται να εξαντλήσουν τα όρια υποχωρήσεών τους, ώστε να εισέλθει το Ταμείο στο πρόγραμμα με ρόλο χρηματοδότη: η μεν ελληνική πλευρά καλείται να εξετάσει όλα τα μέτρα που προσπαθεί να αποφύγει (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου ορίου, «πάγωμα» συλλογικών συμβάσεων κ.α.), η δε γερμανική να δεχθεί μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θεωρούνται αδιανόητα, ιδιαίτερα εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Η εκτίμηση των υπηρεσιών του Ταμείου είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει μακροπρόθεσμα υψηλό ρυθμό ανάπτυξης (αυτός εκτιμάται ότι δεν θα υπερβεί το 1%), ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα μακροπρόθεσμα θα είναι της τάξεως του 1,5% του ΑΕΠ.
Οι περισσότεροι διευθυντές συμφωνούν ότι «η Ελλάδα δεν χρειάζεται περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή στην παρούσα φάση, δεδομένης της εντυπωσιακής προσαρμογής που έχει επιτευχθεί ως τώρα, η οποία αναμένεται να οδηγήσει το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα γύρω στο 1,5% του ΑΕΠ». «Ορισμένοι διευθυντές», σημειώνεται στην ανακοίνωση, «προκρίνουν ένα πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2018».
Ουσιαστικά, δηλαδή, η πλειοψηφία των διευθυντών αμφισβητεί το βασικό στόχο του εφαρμοζόμενου προγράμματος, ζητώντας λιγότερη λιτότητα, και μόνο ορισμένοι διευθυντές -μεταξύ τους προφανώς ο εκπρόσωπος της Γερμανίας- επιμένουν σε πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική.
Χρέος: Δεν είναι βιώσιμο, χρειάζεται ελάφρυνση
Για το χρέος, οι υπηρεσίες του Ταμείου εκτιμούν ότι «έφθασε το 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015 και δεν είναι βιώσιμο».
Οι περισσότεροι διευθυντές συμφώνησαν ότι, «παρά τις μεγάλες θυσίες της Ελλάδας και τη γενναιόδωρη υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων, περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους απαιτείται για την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς του. Τόνισαν την ανάγκη να ευθυγραμμισθεί αυτή η ελάφρυνση με ρεαλιστικές υποθέσεις για τη δυνατότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει διατηρήσιμα πλεονάσματα και μακροχρόνια ανάπτυξη. Υπογράμμισαν, όμως, ότι η ελάφρυνση χρέους χρειάζεται να συνοδεύεται από ισχυρή εφαρμογή της πολιτικής του προγράμματος, για να αποκατασταθεί η ανάπτυξη με διατηρήσιμο τρόπο».
Μεγάλες απαιτήσεις από την Αθήνα
Το «πικρό» κομμάτι της συνταγής του ΔΝΤ για την Ελλάδα εντοπίζεται στις προτάσεις των διευθυντών για το μείγμα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, καθώς ουσιαστικά ζητείται να αναμορφωθεί εκ βάθρων το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με τους Ευρωπαίους.
Οι διευθυντές ζητούν «την αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής με διεύρυνση της βάσης του φόρου εισοδήματος (σ.σ.: μείωση αφορολογήτου ορίου) και εξορθολογισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης, για να δημιουργηθεί χώρος για στοχευμένες παρεμβάσεις κοινωνικής προστασίας ευάλωτων ομάδων και για μείωση των φορολογικών συντελεστών».
Σε αυτό το σημείο έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι η πλειοψηφία των διευθυντών τάσσεται υπέρ της δημοσιονομικής ουδετερότητας των αλλαγών που θα γίνουν στο πρόγραμμα, δηλαδή δεν ζητούνται μέτρα για να αυξηθεί το πλεόνασμα πάνω από το όριο του 1,5%. Η άποψη της μειοψηφίας, στην οποία προφανώς περιλαμβάνεται η Γερμανία, είναι ότι τα νέα μέτρα μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένο πλεόνασμα, υπό τον όρο ότι θα ληφθούν στον κατάλληλο χρόνο για να μην επηρεασθεί η οικονομική ανάκαμψη.
Θεωρητικά, πάντως, το πλαίσιο που δίνει το Ταμείο αφήνει ένα περιθώριο στην κυβέρνηση να λάβει το επώδυνο μέτρο της μείωσης αφορολόγητου ορίου και να επιχειρήσει να το «συμψηφίσει» πολιτικά με ελαφρύνσεις άλλων φόρων, όπως του φόρου στα εταιρικά κέρδη ή του ΦΠΑ.
Για τα εργασιακά, τονίζεται ότι πρέπει «να διατηρηθούν και όχι να αναστραφούν οι υφιστάμενες μεταρρυθμίσεις (σ.σ.: για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις) και να συμπληρωθούν με πρόσθετες προσπάθειες για να φθάσει η Ελλάδα σε ευθυγράμμιση με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές για τις συλλογικές απολύσεις».
Προς πολιτικό «μπάλωμα»;
Μετά τη διαμόρφωση αυτής της «άβολης» για Ελλάδα και Γερμανία συναίνεσης στο ΔΝΤ, το μεγάλο ερώτημα είναι αν μπορούν, στη συνεδρίαση του Euro Working Group της Πέμπτης, να βρεθούν οι συμβιβασμοί που θα επιτρέψουν να κλείσει η αξιολόγηση στις 20 Φεβρουαρίου και να αρχίσει διαδικασία έγκρισης νέας χρηματοδότησης από το Ταμείο.
Η άσκηση φαίνεται ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολη, γι’ αυτό και οργιάζουν τα σενάρια για κάποιου είδους παρέμβαση από την Κομισιόν ή τον πρόεδρο του Eurogroup, με στόχο μια πολιτική συμφωνία, που ευσχήμως θα παρακάμπτει, έστω προσωρινά, το πρόβλημα της συμμετοχής του ΔΝΤ.