Με ένδεκα λέξεις, ο Γιάννης Στούρναρας κήρυξε επίσημα πόλεμο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «Εάν θέλει το ΔΝΤ να φύγει, ας φύγει. Δεν τους χρειαζόμαστε», δήλωσε στο «Βήμα». Για το Μαξίμου, η έξοδος του Ταμείου από την Ελλάδα μπορεί να μοιάζει με ευλογία, κρύβει όμως και την άκρως επικίνδυνη πολιτική παγίδα ενός νέου μνημονίου με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Σύσσωμο το τραπεζικό λόμπι αυτής της πλευράς του Ατλαντικού, από τα κορυφαία στελέχη των ελληνικών συστημικών τραπεζών, ως τους επόπτες της Φραγκφούρτης, είναι γνωστό ότι τάσσεται εναντίον των προτάσεων που θα επαναλάβει το Ταμείο και στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης: θα ζητήσει νέο έλεγχο ποιότητας ενεργητικού (AQR), δηλαδή έλεγχο στα δάνεια που έχουν χορηγήσει οι ελληνικές τράπεζες, για να καθορισθεί αν χρειάζονται νέα κεφάλαια, που θα πρέπει να διατεθούν από το «πακέτο» των 86 δισ. ευρώ του τρίτου μνημονίου και να επαυξήσουν ανάλογα το ελληνικό χρέος, δίνοντας άλλο ένα επιχείρημα υπέρ της νέας εξειδίκευσης μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης.
Το Ταμείο εκτιμά ήδη από την προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν επαρκή κεφάλαια, καθώς μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής τους βάσης αντιστοιχεί σε απαιτήσεις από το Δημόσιο, ενώ έχουν υπερβολικά μεγάλο όγκο προβληματικών δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους και δεν θα μπορέσουν να τα διαχειρισθούν επιτυχώς.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως εποπτική αρχή που κάνει τα πρώτα βήματα για την καθιέρωσή της, αντέδρασε αμέσως στις προτάσεις του Ταμείου για AQR, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θα αλλάξει τον προγραμματισμό της, προχωρώντας σε έναν έκτακτο έλεγχο, για να ικανοποιηθεί μια απαίτηση του Ταμείου. Με τη δήλωσή του στο «Βήμα», ο Γιάννης Στουρνάρας πήγε αυτή τη γραμμή ένα βήμα παρακάτω: «αν θέλει το ΔΝΤ να φύγει, επειδή δεν ικανοποιείται το αίτημά του για τις τράπεζες, ας φύγει», ήταν το πραγματικό νόημα της δήλωσής του.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρωθυπουργός, που θα υποδεχθεί σύντομα στην Αθήνα την Κριστίν Λαγκάρντ, έδειξε, στην τελευταία συνάντησή που είχε με τους «συστημικούς» τραπεζίτες, να συμφωνεί με την άποψη ότι πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία η «αναστάτωση» ενός AQR, που θα μπορούσε να εκτροχιάσει και την οικονομική ανάκαμψη, ακόμη και αν αυτό σημαίνει οριστική ρήξη με τον τελευταίο σημαντικό υποστηρικτή της ελάφρυνσης του χρέους.
Άλλωστε, η κυβέρνηση έχει αρκετούς ακόμη λόγους να φοβάται την παρουσία του Ταμείου στη διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση. Είναι πιθανό να ζητηθεί να εφαρμοσθούν νωρίτερα (το 2018, αντί του 2019) τα μέτρα για την φορολογία (μείωση αφορολόγητου ορίου), επειδή εκτιμά ότι δεν θα πιάσουμε τον επόμενο χρόνο το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ κρατά σκληρή στάση στα εργασιακά (συνδικαλιστικός νόμος, κήρυξη απεργιών).
Το μεγάλο "αλλά"
Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση φαίνεται να οδηγείται χωρίς πολλή σκέψη στην επιλογή που υποδεικνύει με τις δηλώσεις του ο Γ. Στουρνάρας: «αν θέλουν, ας φύγουν». Όμως, αυτό δεν είναι καθόλου απλό, ούτε και είναι βέβαιο ότι η έξοδος του ΔΝΤ (δηλαδή η παραμονή του ως τον Αύγουστο του 2018 χωρίς εκταμίευση από το συμβολικό δάνειο του 1,6 δισ. ευρώ) θα φέρει την κυβέρνηση πιο κοντά στον κεντρικό της πολιτικό στόχο, που συνδέεται άμεσα και με τη στρατηγική της στις επόμενες εκλογές: την οριστική έξοδο από τη διεθνή επιτροπεία, από το φθινόπωρο του 2018.
Χωρίς ενεργή εμπλοκή του Ταμείου στο πρόγραμμα, η Γερμανία θα έχει πολύ λιγότερη πίεση να προσφέρει στην Ελλάδα το σημαντικότερο μέτρο μεσοπρόθεσμης ελάφρυνσης του χρέους, δηλαδή την επιμήκυνση της περιόδου χάριτος των δανείων του EFSF ως το 2038 (κατά 15 χρόνια).
Αυτό, σε συνδυασμό με τη μειωμένη εμπιστοσύνη που θα έχουν οι αγορές στο ελληνικό πρόγραμμα και στις τράπεζες, εάν το Ταμείο παραμείνει επιφυλακτικό, θα «ναρκοθετήσει» την προσπάθεια ουσιαστικής αποκατάστασης της σχέσης της χώρας με τις αγορές πριν από τη λήξη του τρίτου μνημονίου.
Έτσι, δεν θα πληρούνται, τον Αύγουστο οι προϋποθέσεις του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για να δοθεί στην Ελλάδα η «απλή» πιστωτική γραμμή PCCL (προληπτική χρηματοδότηση χωρίς μνημόνιο και επιτήρηση). Και θα υποχρεωθεί η Ελλάδα να γίνει ο πρώτος «πελάτης» της πιστωτικής γραμμής ECCL, υπογράφοντας ένα νέο μνημόνιο, 12μηνης διάρκειας, αυτή την φορά με αποκλειστικά ευρωπαϊκή επιτήρηση (ESM και Κομισιόν), ώστε να γίνει και το πρώτο πείραμα της νέας πολιτικής Σόιμπλε για μετεξέλιξη του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
Οι Έλληνες τραπεζίτες δεν κρύβουν ότι επιθυμούν διακαώς την πιστωτική γραμμή ECCL, γιατί προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια, δεσμεύοντας εκ νέου την οικονομική πολιτική της Αθήνας, ώστε να μην υπάρξουν παρεκκλίσεις από την ως τώρα εφαρμοζόμενη πολιτική.
Για την κυβέρνηση, όμως, η έκβαση αυτή θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, πολιτικά καταστροφική. Αντί να μπορέσει να μετατρέψει σε προεκλογικό λάβαρο την έξοδο της χώρας από την επιτροπεία, θα κληθεί στην επόμενη προεκλογική περίοδο να εξηγήσει γιατί υπέγραψε ένα ακόμη μνημόνιο...