«Οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και επιμένουν με μεγάλη μεταβλητότητα δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα για τις επιχειρήσεις».
Αυτό σημειώνει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς Βασίλης Κορκίδης, με αφορμή ανακοίνωση του επιμελητηρίου στην οποία επισημαίνει ότι το ΕΒΕΠ έχει στρέψει το ενδιαφέρον του στις επενδύσεις που σχετίζονται με τη μείωση του ενεργειακού κόστους και ζητάει ευρωπαϊκή δράση για τον διπλό κίνδυνο της ενεργειακής ακρίβειας και αβεβαιότητας.
Αναλυτικά ο κ. Κορκίδης αναφέρει: «Έχουμε ανάγκη από δίκτυα ανθεκτικά και ικανά να σηκώσουν και να διανείμουν την παραγομένη από ΑΠΕ ηλεκτρική ενέργεια, σε μία χώρα όπου η ηλιοφάνεια, οι άνεμοι και η κυματική κίνηση παράγουν ενέργεια σε τέτοιο βαθμό που δίνεται η δυνατότητα, αφενός οι επενδύσεις στις ΑΠΕ να αποσβεσθούν κερδοφόρα και, αφετέρου, το εμπόριο, η μεταποίηση και γενικά η παραγωγή να λειτουργήσουν με τιμές που, τώρα, με την ισχύουσα κατάσταση, δεν είναι καν προσιτές. Η "κρίση γεννά ευκαιρίες", λένε. Ναι, αλλά αν αυτές οι ευκαιρίες δεν αξιοποιηθούν την κατάλληλη στιγμή, είναι σίγουρο ότι η κρίση στο ενεργειακό θα οδηγήσει σε φαύλο κύκλο με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, που θα μπορέσουν να το διοχετεύσουν στη αγορά και με απώλειες στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη μείωση των εξαγωγών και, άρα, και των θέσεων εργασίας. Οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και επιμένουν με μεγάλη μεταβλητότητα δημιουργώντας σημαντικά προβλήματα για τις επιχειρήσεις. Επειδή, μάλιστα, οι επιχειρήσεις βρίσκονται "εκτός κάδρου" επιδοτήσεων πρέπει να βρεθεί ευρωπαϊκός τρόπος να αποφύγουμε την "ηλεκτροπληξία" από τον διπλό κίνδυνο της ενεργειακής ακρίβειας και αβεβαιότητας».
Το ΕΒΕΠ σε ανακοίνωσή του σημειώνει ότι υπάρχει ανησυχία για τον «διπλό κίνδυνο της ενεργειακής ακρίβειας και αβεβαιότητας».
Όπως αναφέρει, αναλυτικά, το επιμελητήριο:
Το ζήτημα των τιμών της ενέργειας είναι κρίσιμο, τόσο για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, όσο και για την ευημερία των πολιτών. Οι εξελίξεις στο γεωπολιτικό πεδίο από της κρίσεως μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας και εντεύθεν, σε συνδυασμό με τις «επιλογές» για την απανθρακοποίηση και την «πράσινη μετάβαση», δημιούργησαν ένα «εκρηκτικό μείγμα» με σοβαρότατες επιδράσεις στο τελικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τιμές «ασανσέρ» που διαμορφώθηκαν δεν άφησαν κανένα περιθώριο παρανόησης. Η ΕΕ «έμεινε θεατής» μίας κατάστασης που, αν μη τι άλλο, επιδείνωσε την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μεταποιητικών επιχειρήσεων και, άρα, μείωσε την εξαγωγική τους δυνατότητα. Παρά την καθυστερημένη αντίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τώρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρίσκεται σε συνεχείς συζητήσεις με τα κράτη-μέλη για να στηρίξει την εφαρμογή κατάλληλων εργαλείων για την αντιμετώπιση των εξάρσεων των τιμών, χωρίς να παρεμβαίνει στην ορθή λειτουργία των αγορών χονδρικής και στις αναγκαίες επενδύσεις που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση, επιδιώκοντας την οικονομική προσιτότητα της ενέργειας μέσα από ένα σχέδιο δράσης. Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν έχει γίνει κατανοητό ότι το στρεβλό ευρωπαϊκό πλαίσιο κοστολόγησης δεν επιδέχεται διόρθωσης, αλλά κατάργησης και επανασχεδιασμού του.
Και είναι εξόφθαλμα προφανές ότι οι δύο κίνδυνοι για την ελληνική παραγωγή είναι η ενεργειακή ακρίβεια και αβεβαιότητα, με τη δεύτερη να διαδραματίζει ρόλο «αγνώστου Χ» σε μία «εξίσωση» που, στο ενδεχόμενο λανθασμένης λύσης, το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό. Το υψηλό κόστος ενέργειας είναι τροχοπέδη για την ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης και της βιομηχανίας της χώρας μας. Αν ανατρέξουμε στα στοιχεία, η δύναμη των αριθμών δεν αφήνει περιθώρια στο να γίνουν κατανοητές οι δυσάρεστες επιπτώσεις. Το ενεργειακό κόστος, ανάλογα την δραστηριότητα, κυμαίνεται μεταξύ 20% και 40% και επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό κόστος παραγωγής ενώ, την ίδια στιγμή, η αύξηση των τελών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά 23%, που προτείνει ο ΔΕΔΔΗΕ σημαίνει άμεση μείωση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών. Όταν, μάλιστα, η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ είναι στην Ελλάδα 9,2%, ενώ στην ΕΕ ο μ.ο. 14,9%, τότε αυτού του μεγέθους οι αυξήσεις στην ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να είναι η εύκολη λύση, αλλά μας απομακρύνουν από τον στόχο να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε εθνικό επίπεδο, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα «περνά» μέσα από τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας. Το περυσινό καλοκαίρι είχαμε ένα σοβαρό «crash test» για το ηλεκτρικό δίκτυο διανομής, καθώς διαπιστώθηκε υπερφόρτωσή του από εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προερχόμενης από ΑΠΕ, σε βαθμό, μάλιστα, να απειληθεί με «black out», γεγονός που φαντάζει οξύμωρο. Από ΑΠΕ προήλθε το 60% της παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα μας, κατά το 2024, που πέτυχε τις καλύτερες επιδόσεις στο ενεργειακό μίγμα, σε σχέση με την ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην 4η Συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωστρέφειας, που φιλοξενήθηκε από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, το Επιμελητήριο κατέθεσε υπόμνημα επισημάνσεων και προτάσεων με τίτλο: Ενέργεια, εξαγωγές και επενδύσεις, τα «3Ε» της εξωστρέφειας. Καθόλου τυχαίο και, μάλιστα, σε μία χρονική συγκυρία όπου οι συζητήσεις για το ενεργειακό κόστος βρέθηκαν σε έξαρση.
Είναι προφανές ότι η ενέργεια και οι εξαγωγές αποτελούν δύο κεφάλαια με ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα και τη θέση της στον παγκόσμιο στίβο της ανταγωνιστικότητας όπου κανείς δεν χαρίζει σε κανένα τίποτα. Και αυτό δεν επιδέχεται συζητήσεων και ατέρμονων αναλύσεων αλλά δράσης. Προς τούτο, την απελευθέρωση της άδειας παραγωγής ενέργειας στη βιομηχανία, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες νόμιμες κι αδειοδοτημένες στέγες τους πρότεινε το ΕΒΕΠ, στο πλαίσιο των δράσεων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, το οποίο επιδρά στη διαμόρφωση της τελικής τιμής του προϊόντος που παράγεται, άρα, και της ανταγωνιστικότητάς του στις διεθνείς αγορές. Μάλιστα, το ΕΒΕΠ έχει στρέψει τους «προβολείς του» στο πεδίο των επενδύσεων που σχετίζονται με τη μείωση του ενεργειακού κόστους. Το καλοκαιρινό crash test για το ηλεκτρικό δίκτυο διανομής, επί της ουσίας, επικύρωσε τη διαπίστωση ότι, η σημερινή χωρητικότητα του δικτύου δεν μπορεί να απορροφήσει νέες ΑΠΕ, γεγονός που εντείνει την ανάγκη για επέκταση και εκσυγχρονισμό του μέσα από επενδύσεις στην αποθήκευση και διανομή φθηνού ρεύματος.