Μεγάλες δουλειές με τα... λεφτά των άλλων (εν προκειμένω, των ασφαλισμένων) ετοιμάζεται να στήσει η κυβέρνηση, δημιουργώντας από το μηδέν έναν πολυτελέστατο μηχανισμό διαχείρισης των αποθεματικών της επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος θα μοιράζει μεγάλα συμβόλαια διαχείρισης κεφαλαίων σε εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Η μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης, με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα που έχει δοκιμασθεί με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, προβλέπει ότι οι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι που θα ασφαλίζονται για πρώτη φορά από την 1η Ιανουαρίου 2022 θα είναι υποχρεωμένοι να αποδίδουν εισφορές για επικουρική σύνταξη, οι οποίες θα κρατούνται σε ένα ατομικό λογαριασμό («κουμπαρά») και θα βρίσκονται υπό τη διαχείριση ειδικών για να μεγιστοποιούνται οι αποδόσεις και να λαμβάνουν οι ασφαλισμένοι στο τέλος του εργασιακού τους βίου μία σύνταξη που θα είναι έως και 80% μεγαλύτερη από τις σημερινές επικουρικές.
Αυτό είναι, τουλάχιστον, το σχέδιο που παρουσίασε σήμερα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, πίσω από το οποίο κρύβεται μια τεράστια μεταφορά πόρων του ασφαλιστικού συστήματος σε ιδιωτική διαχείριση, η οποία θα οργανωθεί με τρόπο που γεννά πολλά ερωτηματικά για τη σκοπιμότητά του.
Παραμερίζεται υπάρχον οργανισμός
Χωρίς να εξηγείται ο λόγος, παρότι ερωτήθηκε σχετικά ο Πάνος Τσακλόγλου στη σημερινή διαδικτυακή παρουσίαση της μεταρρύθμισης, η κυβέρνηση παραμερίζει τον, κατά κοινή ομολογία, επιτυχημένο οργανισμό διαχείρισης κεφαλαίων των ασφαλιστικών οργανισμών, την Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) των Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Πρόκειται για μια ΑΕΔΑΚ που λειτουργεί από το 2003 με αρκετή επιτυχία, καθώς τα δύο αμοιβαία που διαχειρίζεται για λογαριασμό των ασφαλιστικών οργανισμών έχουν διαχρονικά από τις υψηλότερες αποδόσεις της αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, στις 23 Ιουνίου η απόδοση 12μήνου του μικτού Α/Κ της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών ήταν 22%, μία από τις υψηλότερες στην κατηγορία. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δεν βρίσκει αρκετά καλή την ήδη υφιστάμενη δομή της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών και θέλει να δημιουργήσει από το μηδέν μια νέα δομή, με πολύ υψηλότερο κόστος.
Ούτε το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ (ΕΤΕΑΕΠ) κρίνεται από την κυβέρνηση ότι είναι επαρκής οργανισμός για να «φιλοξενηθεί» και το κεφαλαιοποιητικό κομμάτι της επικουρικής ασφάλισης, έστω ως ένας διακριτός φορέας στην ομπρέλα του Επικουρικού. Η κυβέρνηση αναφέρει ότι η διαχείριση των ατομικών λογαριασμών θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης-ΤΕΚΑ) που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες, δηλαδή από στελέχη του χώρου της διαχείρισης κεφαλαίων που διαθέτουν τις σχετικές πιστοποιήσεις ικανότητας από την Επ. Κεφαλαιαγοράς.
Νέα, ακριβή δομή
Ουσιαστικά, δηλαδή, δημιουργείται μια νέα, πολυπρόσωπη και ακριβή δομή που θα στελεχώνεται από ακριβοπληρωμένα στελέχη του χρηματοοοικομικού και επενδυτικού χώρου και η οποία θα αναλάβει, άγνωστο με ποιο κόστος, να δημιουργήσει το μπουκέτο χαρτοφυλακίων που θα υποδέχονται τις εισφορές των ασφαλισμένων, κάτι που θαυμάσια θα μπορούσε να είχε κάνει και η ΑΕΔΑΚ των Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Οι δουλειές που θα έχει να αναθέσει το νέο Επικουρικό Ταμείο σε εταιρείες του χρηματοοικονομικού χώρου θα είναι πολλές και μεγάλες, καθώς θα δημιουργηθούν με συνεργασία εξωτερικών διαχειριστών περισσότερα του ενός επενδυτικά χαρτοφυλάκια, με διαφορετικό βαθμό κινδύνου, τα οποία θα μπορεί να επιλέγει ο ασφαλισμένος για την τοποθέτηση των εισφορών.
Θα υπάρχει ένα χαρτοφυλάκιο χαμηλού κινδύνου, ένα μεσαίου και ένα υψηλού κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι το νέο Επικουρικό θα μοιράζει δουλειές σε εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, καθεμιά από τις οποίες θα αναλαμβάνει να «στήνει» και ένα διαφορετικό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο.
Ενθάρρυνση επενδύσεων υψηλού ρίσκου
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε αυτές τις δουλειές που θα αναλάβει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν θα υπάρχει κίνδυνος ένας ασφαλισμένος που θα επιλέξει χαρτοφυλάκιο υψηλού κινδύνου να χάσει τις εισφορές του, στην περίπτωση που η διαχείριση αποδειχθεί καταστροφική και χαθούν τα κεφάλαια. Με βάση την προτεινόμενη ρύθμιση, σε αυτή την περίπτωση θα γίνεται εγγυητής ο κρατικός προϋπολογισμός, ο οποίος θα καλύπτει το ποσό των εισφορών που έχουν καταβληθεί. Έτσι, η όλη δόμηση του συστήματος διαχείρισης παρέχει μια μορφή κρατικής επιδότησης και ενθάρρυνσης των επενδύσεων υψηλού ρίσκου.
Τα κεφάλαια των ασφαλισμένων υποτίθεται, σύμφωνα με το σχέδιο, ότι θα ενισχύσουν την κεφαλαιαγορά και μέσω αυτής τις επενδύσεις και την οικονομία. Όμως, όπως έχει σημειώσει ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης, «σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για τις επιπτώσεις της κεφαλαιοποίησης διανεμητικών συστημάτων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Βαλτικής, αποδείχτηκε ότι οι θετικές επιδράσεις στις κεφαλαιαγορές ήταν πολύ περιορισμένες και πολύ χαμηλότερες από τις προσδοκίες αυτών που σχεδίασαν τη συγκεκριμένη μετάβαση. Οι μόνοι κερδισμένοι από τη μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών αποδείχθηκε ότι ήταν οι μεγάλοι διαχειριστές κεφαλαίων».
Στην ελληνική εκδοχή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, τα οφέλη για τους ασφαλισμένους και την εθνική οικονομία μένει να αποδειχθεί ότι θα υπάρξουν. Ήδη, όμως, είναι βέβαιο ότι, από τις δομές που θα δημιουργηθούν για τη μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, κερδισμένοι θα είναι οι διαχειριστές κεφαλαίων, όπως και η κυβέρνηση που θα βρει ένα νέο τρόπο για να μοιράζει μεγάλες δουλειές σε ιδιώτες, αλλά και καλοπληρωμένες θέσεις σε φίλα προσκείμενα στελέχη του χρηματοοικονομικού χώρου.