Σε πρώτη ανάγνωση, τα μηνύματα που κόμισε στην Αθήνα ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος της Γερμανίας, μοιάζουν να ευθυγραμμίζονται απόλυτα με την επιδίωξη της κυβέρνησης για «καθαρή έξοδο» από το μνημόνιο, τον Αύγουστο του 2018. Όμως, μια προσεκτική αποκωδικοποίηση γεννά πολλά νέα ερωτήματα και προβληματισμό, ιδιαίτερα σε σχέση με το… μεταμνημονιακό μέλλον των τραπεζών.
Το θετικό μήνυμα, που ο πρόεδρος του Eurogroup φρόντισε να τονίσει κατ’ επανάληψη επί ελληνικού εδάφους, ήταν ότι ο στόχος των Ευρωπαίων δανειστών, όπως και της ελληνικής κυβέρνησης, είναι να λήξει οριστικά, τον Αύγουστο του 2018, η περιπέτεια των μνημονίων για την Ελλάδα.
Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, που σύντομα αφήνει την καρέκλα του προέδρου του Eurogroup, φρόντισε μάλιστα να διευκρινίσει ότι το καθεστώς εποπτείας της Ελλάδας μετά το πρόγραμμα (post program surveillance) δεν θα διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν στις άλλες χώρες, οι οποίες εξήλθαν από προγράμματα διάσωσης. Περιέγραψε, μάλιστα, αυτή την εποπτεία σαν ένα μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης για δημοσιονομικές αποκλίσεις, ο οποίος, προφανώς, θα οδηγεί σε διορθωτικά μέτρα, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Σε σχέση με το χρέος και τις ανησυχίες που εκφράζονται για το ενδεχόμενο να μπλοκάρει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση νέες ελαφρύνσεις (το FDP έχει ξεκαθαρίσει ότι αυτές θα πρέπει να συνδεθούν με Grexit), ο Γερούν Ντάισελμπλουμ ήταν αρκετά καθησυχαστικός. Όπως εξήγησε από το βήμα του συνεδρίου του “Economist”, η Γερμανία τάσσεται σταθερά υπέρ της τήρησης των υποχρεώσεων από τα κράτη της ευρωζώνης και, ως εκ τούτου, δεν θεωρεί πιθανό να αποκλίνει η επόμενη κυβέρνηση από όσα συμφωνήθηκαν στο Eurogroup για το χρέος, τον Ιούνιο.
Κάπου εδώ, όμως, τελειώνουν τα καλά νέα από τον κ. Ντάισελμπλουμ και αρχίζουν τα αναπάντητα ερωτήματα και ο προβληματισμός:
- Σχετικά με το χρέος, ξεκαθάρισε ότι οι αποφάσεις για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα θα ληφθούν στο τέλος του προγράμματος και στο βαθμό που θα είναι αναγκαίο. Αυτό σημαίνει ότι το πρόγραμμα του ΔΝΤ θα παραμείνει μετέωρο, αφού το Ταμείο δεν πρόκειται να προχωρήσει σε εκταμιεύσεις χωρίς αποφάσεις για το χρέος, ενώ οι επόμενες προσπάθειες για εκδόσεις ομολόγων δεν θα είναι εύκολες, αφού θα παραμείνει ως το καλοκαίρι του 2018 ανοικτή η εκκρεμότητα του χρέους. Επιπλέον, φαίνεται πως χάνεται οριστικά η ελπίδα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
- Πολλοί παρατηρητές σημείωσαν με ενδιαφέρον ότι ο κ. Ντάισελμπλουμ απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στην Αθήνα για το σημαντικότερο μέτρο ελάφρυνσης του χρέους, δηλαδή την επιμήκυνση έως και κατά 15 έτη, της περιόδου χάριτος των δανείων του EFSF. Αντίθετα, έκανε επανειλημμένες αναφορές στο πιο «ανώδυνο» για τους πιστωτές μέτρο, δηλαδή στο γαλλικό μηχανισμό σύνδεσης των πληρωμών τοκοχρεολυσίων με το ΑΕΠ. Σημειωτέον ότι η επιμήκυνση της περιόδου χάριτος είναι το μέτρο που προκαλεί τη μεγαλύτερη ενόχληση στο Βερολίνο και μπλοκαρίσθηκε την τελευταία στιγμή από τον Β. Σόιμπλε μια «καθαρή» αναφορά σε αυτό το μέτρο, στο ανακοινωθέν του Eurogroup του Ιουλίου. Αν η στάση του κ. Ντάισελμπλουμ υποδεικνύει ότι θα υπάρξει πρόβλημα με αυτό το μέτρο, το ΔΝΤ πιθανότατα θα αρνηθεί μια θετική έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος, κάτι που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στο δανεισμό της χώρας μετά τη λήξη του μνημονίου.
- Ο κ. Ντάισελμπλουμ απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στο λεπτό θέμα της προληπτικής πιστωτικής γραμμής από τον ESM, που, ως γνωστόν έχει δύο διαφορετικές εκδοχές (με ή χωρίς μνημόνιο τουλάχιστον 12μηνης διάρκειας). Ο «υπαρχηγός» του, Τόμας Βίζερ, δήλωσε ότι εκτιμά πως η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ζητήσει προληπτική πιστωτική γραμμή. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι το «μαξιλάρι» ρευστότητας που θα δημιουργηθεί τους επόμενους μήνες θα είναι αρκετό για να δανείζεται εκ του ασφαλούς η κυβέρνηση και δεν θα χρειασθεί πιστωτική γραμμή. Όμως, ουδείς απαντά στο ερώτημα πώς θα συνεχίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να υποστηρίζει χρηματοδοτικά τις ελληνικές τράπεζες μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν η αξιολόγηση της χώρας από τους οίκους θα εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Αν υπήρχε η προληπτική γραμμή χρηματοδότησης, συνοδευόμενη από ένα νέο μνημόνιο, η ΕΚΤ θα είχε ένα «πάτημα» για να διατηρήσει την εξαίρεση (waiver) στην αποδοχή ελληνικών ομολόγων, μέχρι να φθάσουμε στο investment grade. Στο σενάριο της εντελώς «καθαρής» εξόδου, όμως, ο κανονισμός της ΕΚΤ και η εφαρμογή που ήδη έχει γίνει, στην περίπτωση της Κύπρου, οδηγεί μονοσήμαντα στην άρση του waiver, που θα άφηνε τις τράπεζες σε χρηματοδοτικό κενό.
Εν ολίγοις, το σενάριο της εντελώς «καθαρής» εξόδου της Ελλάδας από το μνημόνιο μπορεί να υποστηρίχθηκε ένθερμα από τον κ. Ντάισελμπλουμ, για προφανείς πολιτικούς λόγους (να διατηρηθεί η καλή δυναμική της εφαρμογής του προγράμματος), αλλά όσο θα πλησιάζουμε προς τον Αύγουστο του 2018, τόσο η ελληνική κυβέρνηση θα έρχεται πιο κοντά στην αναγκαιότητα μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής για να μην μείνουν μετέωρες οι τράπεζες.
Μοναδική ελπίδα της κυβέρνησης σε αυτή την πορεία είναι να καταφέρει να εφαρμόσει έγκαιρα όλα τα προαπαιτούμενα του μνημονίου και να αποκαταστήσει μια καλή σχέση με τις αγορές, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την προληπτική γραμμή που δεν συνοδεύεται από νέο μνημόνιο και επιτήρηση.