Παρά τη μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας τους το 2024 και τις προβλέψεις για υψηλά κέρδη τα επόμενα χρόνια, οι τράπεζες εμφανίζονται ιδιαίτερα φειδωλές προς το προσωπικό τους, κατά τη διαπραγμάτευση με την ΟΤΟΕ για τη νέα, τριετή συλλογική σύμβαση εργασίας.
Ουσιαστικά, οι τράπεζες κινούνται στην ίδια γραμμή που είχαν ακολουθήσει και το 2022 για τη συλλογική σύμβαση, προσφέροντας μικρές, τμηματικές αυξήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, σωρευτικά για την τριετία 2025 - 2027 οι τράπεζες προσφέρουν αυξήσεις 7,5% σε τρεις δόσεις, προτείνοντας η πρώτη αύξηση να καταβληθεί τον Δεκέμβριο του 2025.
Αυτές οι αυξήσεις ίσως καλύψουν οριακά τον πληθωρισμό αυτής της περιόδου, όμως σε βάθος χρόνου οι τραπεζοϋπάλληλοι έχουν υποστεί σοβαρή συμπίεση των πραγματικών τους εισοδημάτων, καθώς οι αυξήσεις που έχουν δοθεί ως τώρα κινήθηκαν πολύ μακριά από τον πληθωρισμό της περιόδου 2021 - 2023.
Η προηγούμενη τριετής σύμβαση, που άρχισε να εφαρμόζεται από τον Απρίλιο του 2022, προέβλεπε αυξήσεις σε τρεις δόσεις: 2% από 1ης Οκτωβρίου 2022, 1% από την 1η Δεκεμβρίου 2023 και 2,5% από την 1η Δεκεμβρίου 2024.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι οι τραπεζικές διοικήσεις είναι φειδωλές, σύμφωνα με πληροφορίες, και για ένα βασικό επίδομα, το επίδομα ισολογισμού, το οποίο προτείνουν να περικοπεί.
Αυξήσεις μέσω μπόνους
Οι διοικήσεις προβάλλουν το επιχείρημα ότι πλέον, στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο τραπεζικό σύστημα, οι αυξήσεις αμοιβών πρέπει να δίνονται με κριτήρια απόδοσης και με τη συνεχή αύξηση του μεταβλητού ποσοστού αμοιβής ως ποσοστού των συνολικών αποδοχών. Οι αποτελεσματικοί υπάλληλοι μπορεί να λάβουν αυξήσεις που θα ξεπερνούν κατά πολύ τα ποσοστά της συλλογικής σύμβασης, ενώ οι υπόλοιποι θα πρέπει να αρκούνται στις μικρές αυξήσεις της συλλογικής σύμβασης.
Σημειώνεται ότι το 2024 η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε κατά 16,2% και ανήλθε σε 4,3 δισ. ευρώ, ενώ αυξημένα είναι και τα ποσοστά διανομής κερδών στους μετόχους. Η υψηλή κερδοφορία οφείλεται και στη συμπίεση των λειτουργικών εξόδων, που με τη σειρά της συνδέεται με την καθήλωση των αμοιβών και τη μείωση προσωπικού που έχει συντελεσθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι οι πιο «λιτές» στην ευρωζώνη, μαζί με τις πορτογαλικές, με τον δείκτη κόστους προς έσοδα να διαμορφώνεται στο 35%. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χαμηλό δείκτη: στη Γερμανία, για παράδειγμα, ο αντίστοιχος δείκτης ξεπερνά το 60%.